Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Κωνσταντινούπολη, Βασιλίδα των πόλεων, Πόλη του Θρύλου και της Ιστορίας"

Κωνσταντινούπολη, Βασιλίδα των πόλεων, Πόλη του Θρύλου και της Ιστορίας"

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΒΑΣΙΛΙΔΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ,
ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Με τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923 ο ποταμός Έβρος καθίσταται το γεωπολιτικό σύνορο μεταξύ της  Ελλάδος και της Τουρκίας. Η μεγάλη ιδέα κατακερματίστηκε, η Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών που οραματίστηκε ο Βενιζέλος δεν υπάρχει πλέον, όπως και η Συνθήκη των Σεβρών. Η ψυχρή και ανιστόρητη γλώσσα της πολιτικής επεβλήθη αμείλικτα για άλλη μια φορά.

Δυσκολεύεται όμως να αποδεχθεί κανείς ότι τα πολιτικά συμφέροντα είναι δυνατόν ποτέ να παραχαράξουν την εθνική μνήμη, ν’ αλλοτριώσουν την ιστορική παρακαταθήκη των λαών και να αποκόψουν τον ελληνισμό από τις πολιτιστικές του ρίζες. Κάτι τέτοιο θα συμβεί μονάχα εάν η ιστορική λήθη καλύψει σαν ηφαιστειακή στάχτη και μετατρέψει σ’ ένα άχαρο και άγονο τοπίο την εθνική μας ταυτότητα.

Επιβάλλεται ο καθένας μας να κατανοήσει ότι καμιά διεθνής συνθήκη δεν μπορεί να μεταβάλλει το γεωπολιτισμικό περιβάλλον. Και δεν μπορεί να το κάνει γιατί ο πολιτισμός δεν είναι σύμβαση, δεν αποτελεί προϊόν διαπραγματεύσεων η έκβαση των οποίων καθορίζεται από τις εκάστοτε συγκυρίες, αλλά είναι έργο ζωής των λαών, απαύγασμα της δημιουργικότητάς τους, κατάθεση ψυχής στο χώρο και το χρόνο.. Είναι λοιπόν για τον Έλληνα η Κωνσταντινούπολη η κοιτίδα του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, όπου η Αγία Σοφία θα συναντηθεί με τον Παρθενώνα και ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας με τον πατερικό λόγο και την ορθόδοξη πνευματικότητα.

Έρχεται λοιπόν αυθόρμητα στη σκέψη μας η κοινότητα της ελληνικής ομογένειας που μάχεται τόσα χρόνια τώρα φυλάττοντας Θερμοπύλες, μέσα σε αντίξοες και κάποτε ιδιαίτερα τραγικές συνθήκες. Είναι οι άνθρωποι αυτοί που πολλές φορές δικαίως ένιωσαν παραμελημένοι, κάποτε και προδομένοι – εγκαταλειμμένοι από την επίσημη ελληνική πολιτεία, όσες φορές η τελευταία επέλεξε ή σύρθηκε σε πολιτικοοικονομικούς συμβιβασμούς σε βάρος της ιστορικής και πολιτιστικής μας συνέχειας.

Τι νάναι άραγε η Ρωμαίϊκη κοινότητα της Πόλης; Είναι το θλιβερό τέλος μιας λαμπρής και ένδοξης ιστορικής διαδρομής μέσα στον ιστορικό χρόνο ή η μαγιά που κατά το Μακρυγιάννη θα παράξει τη νέα ελληνική κουλτούρα, το νέο, καθάριο και ανόθευτο ελληνικό πνεύμα. Ελπίζουμε ότι θα συμβεί το δεύτερο. Το εμφαίνει περίτρανα η ιστορική και κοινωνική νομοτέλεια. Η οικονομική κρίση της εποχής μας, που στην ουσία αποτελεί κρίση ήθους και αξιών στην οποία μετέπεσε η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, αποτελεί μια θαυμάσια ευκαιρία εθνικής και κοινωνικής κάθαρσης μέσα από την κατάκτηση της εθνικής αυτογνωσίας.

Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα της ομογένειας στην Πόλη σήμερα· το δημογραφικό και το πρόβλημα της γλώσσας.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο η κατάσταση είναι μάλλον καταθλιπτική και προφανώς επηρεάζει για αυτονόητους λόγους και το δεύτερο ζήτημα. Αναφερόμαστε σε μια ομογένεια που μετά από δραματικές καταστάσεις που βίωσε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αι. ( Σεπτεμβριανά του 1955, απελάσεις του 1964, απόβαση στην Κύπρο το 1974 ) σήμερα δεν αριθμεί περισσότερες από 2000 ψυχές, που δίνουν τον υπέρτατο αγώνα της επιβίωσης. Ζούμε την αγωνία τους και αισθανόμαστε μεγάλο το χρέος να μην τους ξεχάσουμε, να είμαστε δίπλα τους, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μείνουν ακόμη λιγότεροι. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του μεγάλου δάσκαλου της Πόλης, του Κυρίου Δημήτριου Φραγκόπουλου που στα 82 πλέον χρόνια του εξακολουθεί να φυλάει Θερμοπύλες, ενώ το πάθος του για τη Ρωμιοσύνη παραμένει ασίγαστο : «Αυτή είναι η επίγεια πατρίδα μας, εδώ έχουμε τις ρίζες μας, εδώ είναι η ιστορία μας, εδώ είναι οι τάφοι και τα ιερά οστά των πατέρων μας, εδώ είναι η καρδιά μας και εδώ θα μείνουμε».
Εξαιρετικά σημαντικό είναι και ζήτημα της εκμάθησης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας από τους νέους της ομογένειας. Υπάρχουν σοβαρές παράμετροι – δυσκολίες που στην Ελλάδα οι περισσότεροι τις αγνοούμε. Τα ελληνικά της πλειοψηφίας των μαθητών εκεί, παρά το γεγονός ότι μιλούν πολύ καλύτερα από πολλά παιδιά άλλων κοινοτήτων του εξωτερικού, δεν είναι σε επιθυμητό επίπεδο. Αφενός, ο περιορισμός των κοινωνικών συναναστροφών σε ελληνόφωνο περιβάλλον δίνει λιγότερες ευκαιρίες στους μαθητές να χειρίζονται την ελληνική γλώσσα εκτός του σχολικού χώρου· αφετέρου, η συμμετοχή στο σχολικό σύστημα της ομογένειας μεγάλου αριθμού Αντιοχέων μαθητών που δεν έχουν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική, μεταβάλλει τη γλωσσική πραγματικότητα στο εσωτερικό του σχολείου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι δάσκαλοι καλούνται να διδάξουν την ελληνική γλώσσα μέσα σε τάξεις στις οποίες μεγάλο μέρος των μαθητών αγνοεί και τα στοιχειώδη ακόμη της ελληνικής. Έτσι η προσπάθεια αποβαίνει κατά ένα μεγάλο μέρος  αναποτελεσματική και αδιέξοδη. Στο σημείο αυτό καθίσταται επιτακτική η συμβολή των Νηπιαγωγείων και η στελέχωσή τους με εκπαιδευτικό προσωπικό και εποπτικό υλικό, ώστε τα παιδιά, και κυρίως αυτά των Αντιοχέων γονέων, να διεισδύουν από νωρίς στην ελληνική γλωσσική πραγματικότητα.

Ένας λοιπόν από τους βασικούς στόχους της Ομογενειακής Παιδείας είναι η πάση δυνάμει προστασία της ομογενειακής, ελληνορθόδοξης ταυτότητάς της, η οποία κατά κύριο λόγο διασφαλίζεται με τη συστηματική διδασκαλία και εμπέδωση της Ελληνικής Γλώσσας. Ευοίωνο στοιχείο είναι ότι το κύρος της ελληνικής αυξάνεται σήμερα στην Τουρκία. Η διάθεση γνωριμίας με την Ελλάδα είναι μεγαλύτερη, η μεταφραστική δραστηριότητα έχει ενταθεί και πολλοί είναι πια αυτοί που μαθαίνουν ελληνικά στα Πανεπιστήμια και σε ιδιωτικές σχολές γλώσσας. Η καλή γνώση της ελληνικής είναι ένα σημαντικό κοινωνικό και επαγγελματικό προσόν στη σημερινή Τουρκία.
Το παρελθόν της Ομογένειας στην Κωνσταντινούπολη μας δίνει το δικαίωμα νάμαστε περήφανοι και να νιώθουμε ευγνωμοσύνη ως Έλληνες για όσα προσέφερε στον Ελληνισμό είτε σε ήρεμους είτε σε χαλεπούς καιρούς. Είναι ανάγκη μέγιστη να τους δείχνουμε πως είμαστε πάντα δίπλα τους· το άγγιγμα της ψυχής δε γνωρίζει αποστάσεις, πολιτικές σκοπιμότητες, ύποπτους συμβιβασμούς και πολιτική εσωστρέφεια. Η επαφή μας με τη Βασιλεύουσα δεν μπορεί να αποτελεί απλά μια τουριστική ανάπαυλα και ικανοποίηση του καταναλωτικού μας οίστρου. Η Κωνσταντινούπολη είναι όλη της ένα απέραντο μνημείο, και τα μνημεία, όπως ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης λέει, τα προσεγγίζει κανείς ως προσκυνητής και μιλάει μαζί τους με τη γλώσσα της καρδιάς.

Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου το μεγάλο Δάσκαλο της Πόλης, τον Κύριο Δημήτριο Φραγκόπουλο, για τα όσα πολλά μου έμαθε για την Πόλη, μέσα από το αρχείο της Ψυχής του…….


Μηλιώνης  Παναγιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου