Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης


Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης [3]

Το δεύτερο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου που, ύστερα από την αναγνώριση του Χριστιανισμού, έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου.
Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν πολύ καλά εκτιμήσει τις στρατηγικές και εμπορικές δυνατότητες που είχε το Βυζάντιο, λόγω της θέσης του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λόγω του ελέγχου που ασκούσε στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες των ένδοξων αρχαίων πολιτισμών.
Τα πρώτα 50 χρόνια του 7ου αιώνα π.Χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, τη Χαλκηδόνα, στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα έγινε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Χαλκηδόνας, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομά αυτό από τον αρχηγό των αποίκων Βύζα. Τα ανώτερα, σε σχέση με τη Χαλκηδόνα, προσόντα του Βυζαντίου είχαν πολύ εκτιμηθεί από τους αρχαίους. Ο Έλληνας ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ. Ηρόδοτος (IV, 44), γράφει ότι ο στρατηγός των Περσών Μεγάβαζος, όταν έφτασε στο Βυζάντιο ονόμασε τους κατοίκους της Χαλκηδόνας τυφλούς, γιατί, έχοντας τη δυνατότητα εκλογής, διάλεξαν τη χειρότερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή της θέσης όπου χτίστηκε αργότερα το Βυζάντιο. Αργότερα η φιλολογική παράδοση - συμπεριλαμβανομένου του Στράβωνα (VII, 6, c. 320) και του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου (Ann. ΧΙΙ, 63), αποδίδει τα λόγια του Μεγάβαζου, λίγο τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, που είπε στους Μεγαρείς, όταν τον ρώτησαν που θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη τους, να εγκατασταθούν απέναντι στην πόλη των τυφλών.
Το Βυζάντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέμων και την εποχή του Φιλίππου του Μακεδόνα. Ο Έλληνας ιστορικός του δεύτερου π.Χ. αιώνα Πολύβιος, ανέλυσε προσεκτικά την πολιτική και οικονομική θέση του Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, έγραφε, ότι δίχως την έγκριση των κατοίκων του Βυζαντίου ούτε ένα απλό εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να μπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν κι ότι με τον τρόπο αυτόν οι κάτοικοι του Βυζαντίου είχαν κάτω από τον έλεγχό τους όλα τα προϊόντα του Πόντου (Polybius, Historia, IV, 38,44).
Όταν Η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Δημοκρατική Ρώμη στην Ανατολή. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουετώνιος (Ι, 79), ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή το Ίλιον (αρχαία Τροία). Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στη διάρκεια των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην αυτοκρατορία. Στα τέλη του 2ου αιώνα, το Βυζάντιο δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον εχθρό του Νίγηρα, που είχε οχυρωθεί στο Βυζάντιο, υπέβαλε την πόλη σε μια τρομερή λεηλασία και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Στο μεταξύ, η Ανατολή έλκυε συνεχώς τους αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διοκλητιανός, που προτιμούσε να ζει στη Μ. Ασία, στη Νικομήδεια, την οποία στόλισε με πολλά νέα και ωραία κτίρια.
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα, δε διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφτηκε τη Ναϊσσό (Νίσσα) όπου γεννήθηκε, τη Σαρδική (Σόφια) και τη Θεσσαλονίκη. Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος όπως λέει η παράδοση, είχε έλθει στην Ιταλία για να θεμελιώσει τη ρωμαϊκή πολιτεία. Ο αυτοκράτορας πήγε προσωπικά στο μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλης. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευαστεί οι πύλες όταν - όπως αναφέρει ο χριστιανός συγγραφέας του 5ου αιώνα, Σωζόμενος («Historia ecclesiastica», ΙΙ, 3) - κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα ατελείωτα έργα του Κωνσταντίνου.
Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή εκείνη ένα απλό χωριό. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών κτιρίων. Οι χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλης, οι αυλικοί του, κάτω από τη δυνατή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου». Αυτό σημαίνει ότι κάποια Θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.
Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση της πόλης. 40.000 Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati» έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτιρίων. Πολλές εμπορικές και οικονομικές ευκολίες δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να ελκυστούν εκεί πολλοί άνθρωποι. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου του 330, και οι σχετικές γιορτές κράτησαν 40 μέρες. Το χρόνο αυτόν η χριστιανική Κωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο.
Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή του Κωνσταντίνου, το βέβαιο είναι πάντως ότι η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Τον 4ο αιώνα, δεν υπάρχουν επίσης σχετικές πληροφορίες για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης. Υποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος είχε κτίσει ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο κόλπο για να τελειώσει στην Προποντίδα.
Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου, Κωνσταντινούπολη», ή ακόμα πιο απλά «Πόλη». Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε 14 περιοχές, από τις οποίες οι δύο ήταν έξω από τα τείχη της πόλης.
Από τα μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν έχει σωθεί μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε όμως η Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που ξανακτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού και του Λέοντα Γ', έχει την προέλευσή της στην εποχή του Κωνσταντίνου και διατηρείται ακόμα. Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος αιώνας π.Χ.), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα - στον Ιππόδρομο - υπάρχει ακόμα, αν και είναι κάπως κατεστραμμένη.
Ο Κωνσταντίνος, με τη μεγαλοφυΐα του, εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και εκπολιτιστικές δυνατότητες της πόλης. Πολιτικά η Κωνσταντινούπολη, ή όπως συχνά λεγόταν η «Νέα Ρώμη», είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντίστασης κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από τη θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τείχη. Οικονομικά είχε κάτω από τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Τελικά, από εκπολιτιστική πλευρά, η Κωνσταντινούπολη είχε την εξαιρετική δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στο πιο αξιόλογα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: του χριστιανο-ελληνο-ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ. Ουσπένσκι γράφει τα εξής:
«Η εκλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η δημιουργία μιας νέας διεθνούς, ιστορικής πόλης, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα της θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδήποτε οι διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστιανισμό τη θέση εκείνη που του ανήκει, δίχως η αναβολή αυτή να βλάψει καθόλου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού».[1]

Μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου
Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου παρουσιάζουν τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: α) μια αυστηρή συγκέντρωση των δυνάμεων, β) την καθιέρωση μιας μεγάλης γραφειοκρατίας και γ) ένα συγκεκριμένο διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία, Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν ήταν ούτε νέες ούτε πρωτότυπες.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε, ήδη από την εποχή του Αυγούστου, να τείνει προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Παράλληλα με την απορρόφηση των νέων περιοχών της ελληνιστικής ανατολής, που είχε αναπτύξει μέσα από τους αιώνες έναν ανώτερο πολιτισμό και παλαιά πρότυπα διοίκησης, ιδιαίτερα στις επαρχίες της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπαιρνε τις συνήθειες και τις ιδέες των νέων χωρών. Το κύριο χαρακτηριστικό των πόλεων που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου, δηλαδή της Περγάμου, της Συρίας και της Αιγύπτου, υπήρξε η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη των μοναρχών, δύναμη που τη βλέπουμε στην κύρια της έκφανση στην Αίγυπτο. Για τον λαό της Αιγύπτου, ο Αύγουστος και οι διάδοχοί του είχαν την ίδια θεϊκή δύναμη που διέθεταν, πριν από αυτόν, οι Πτολεμαίοι. Η αντίληψη όμως αυτή ήταν τελείως αντίθετη με τον τρόπο με τον οποίον έβλεπαν οι Ρωμαίοι την έννοια της εξουσίας, προσπαθώντας να πετύχουν μια σύνθεση των δημοκρατικών αρχών της Ρώμης με τις νέες αντιλήψεις περί διοίκησης. Η πολιτική επιρροή όμως της ελληνιστικής ανατολής, σιγά-σιγά μείωσε τη δύναμη των ρωμαϊκών απόψεων, οι οποίες άρχισαν να συμφωνούν περισσότερο με τις περί αυτοκρατορικής δύναμης αντιλήψεις της Ανατολής.
Ο Σουετώνιος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Καλιγούλας (1ος αιώνας), είχε τη διάθεση να δεχθεί το αυτοκρατορικό διάδημα,[2] ενώ, όπως μας πληροφορούν οι σχετικές πηγές, ο αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος (3ος αιώνας), φορούσε το διάδημα μέσα στο παλάτι του. Επίσης είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός φόρεσε πρώτος επίσημα το διάδημα και ότι οι επιγραφές και τα νομίσματα τον ονομάζουν «θεό» και «κύριο».[3] Ο Αυρηλιανός εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ανάπτυξη μιας αυτοκρατορικής δύναμης αρχικά με βάση την Αίγυπτο και αργότερα κάτω από την επιρροή της Περσίας των Σασσανιδών, συμπληρώθηκε τον 4ο αιώνα. Ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος ήθελαν να πετύχουν μια οριστική οργάνωση της μοναρχίας και γι’ αυτό αντικατάστησαν του ρωμαϊκούς θεσμούς με τις συνήθειες που επικρατούσαν στην ελληνιστική ανατολή και που ήταν ήδη γνωστές στη Ρώμη, και κυρίως μετά την εποχή του Αυρήλιου.
Η περίοδος της στρατιωτικής αναρχίας και της ανωμαλίας του 3ου αιώνα προξένησε μεγάλη ζημιά στην εσωτερική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Για ένα μικρό διάστημα ο Αυρηλιανός βοήθησε στην αποκατάσταση της ενότητάς της και για το κατόρθωμά του αυτό, σύγχρονες επιγραφές τον αποκαλούν «αποκαταστάτη της αυτοκρατορίας» (Restitutor Orbis). Αλλά το θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος ανωμαλίας και τότε ο Διοκλητιανός αποφάσισε να οργανώσει το κράτος του με βάση ένα καλό και τακτικό σχέδιο, με αποτέλεσμα μια μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση.
Και ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος πέτυχαν διοικητικές μεταβολές τέτοιας έκτασης και σημασίας ώστε να είναι δυνατόν οι δυο αυτοί αυτοκράτορες να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί δημιουργοί ενός νέου τύπου μοναρχίας, που δημιουργήθηκε κάτω από τη δυνατή επίδραση της Ανατολής.
Ο Διοκλητιανός, που έχοντας ζήσει πολύ στη Νικομήδεια, είχε ιδιαίτερη προτίμηση για την Ανατολή, υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες των μοναρχιών της Ανατολής. Υπήρξε ένας αληθινός απόλυτος μονάρχης, ένας αυτοκράτορας-θεός, που φορούσε το αυτοκρατορικό διάδημα και που καθιέρωσε στην Αυλή του την πολυτέλεια και το πολύπλοκο πρωτόκολλο της Ανατολής. Οι υπήκοοί του όταν πετύχαιναν μια ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν πριν τολμήσουν να σηκώσουν τα μάτια τους να δουν τον άρχοντά τους. Ο αυτοκράτορας καθώς και κάθε τι το σχετικό με αυτόν - τα λόγια του, η Αυλή του και ο θησαυρός του - θεωρούνταν ιερά. Η Αυλή του, την οποία αργότερα ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, απορροφούσε τεράστια χρηματικά ποσά, ενώ συγχρόνως ήταν το κέντρο πολλών συνομωσιών και ραδιουργιών που προκάλεσαν αργότερα στο Βυζάντιο πολλές σοβαρές περιπλοκές. Έτσι η απόλυτη μοναρχία, σε όμοια μορφή με τον δεσποτισμό της Ανατολής, καθιερώθηκε οριστικά από τον Διοκλητιανό για να γίνει ένα από τα κύρια στοιχεία της διοικητικής οργάνωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Για να συστηματοποιήσει την οργάνωση της τεράστιας αυτοκρατορίας του, που είχε στην εξουσία της πολλές φυλές, ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας. Η διοικητική δύναμη είχε δοθεί σε δύο Αυγούστους, που είχαν ίσα δικαιώματα. Ο ένας από αυτούς ζούσε στην ανατολική και ο άλλος στη δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας, αλλά και οι δύο έπρεπε να εργάζονται για τα συμφέροντα του ενός ρωμαϊκού κράτους.
Η αυτοκρατορία έμενε αδιαίρετη, αν και η ύπαρξη δύο Αυγούστων έδειχνε την αναγνώριση ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής Δύσης και ότι η διοίκηση των δύο αυτών τμημάτων δεν μπορούσε να ανατεθεί στο ίδιο πρόσωπο. Κάθε Αύγουστος είχε ως βοηθό του έναν Καίσαρα, ο οποίος στην περίπτωση θανάτου ή παραίτησης του Αυγούστου γινόταν ο ίδιος Αύγουστος, αποκτώντας νέον Καίσαρα. Το σύστημα αυτό απομάκρυνε τις περιπλοκές και τις συνωμοσίες που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις φιλοδοξίες των διαφόρων ανταγωνιστών, ενώ απέβλεπε συγχρόνως στο να απαλλάξει τον στρατό από την επιρροή που θα μπορούσε εξασκήσει. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός υπήρξαν οι δύο πρώτοι Αύγουστοι με Καίσαρες τον Γαλέριο και τον πατέρα του Κωνσταντίνου τον Χλωρό. Ο Διοκλητιανός είχε στην εξουσία του τις επαρχίες της Ασίας και της Αιγύπτου με κέντρο του τη Νικομήδεια, ενώ ο Μαξιμιανός κράτησε την Ιταλία, την Αφρική και την Ισπανία με κέντρο το Μεδιόλανο (Μιλάνο). Ο Γαλέριος εξουσίαζε τη Βαλκανική χερσόνησο και τις επαρχίες του Δούναβη με κέντρο το Σίρμιο (κοντά στο σημερινό Mitrovitz), ενώ ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός κράτησε τη Γαλατία και τη Βρετανία με κέντρα στην Augusta Trevirorum (Trier, Treves) και στο Eburacum (York). Και οι τέσσερις άρχοντες ήταν άρχοντες μιας ενιαίας αυτοκρατορίας και όλα τα διατάγματα κυκλοφορούσαν με το όνομα των τεσσάρων. Αν και θεωρητικά οι δύο Αύγουστοι ήταν ίσοι μεταξύ τους, ο Διοκλητιανός ως αυτοκράτορας είχε μια αποφασιστική υπεροχή. Οι Καίσαρες ήταν υπό την εξουσία των Αυγούστων. Μετά από ορισμένη περίοδο, οι Αύγουστοι έπρεπε να παραχωρήσουν τους τίτλους τους στους Καίσαρες. Πράγματι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν το 305 για να ζήσουν πια μια ιδιωτική ζωή και ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός έγιναν Αύγουστοι. Αλλά οι ανωμαλίες που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάργηση του συστήματος της τετραρχίας, που έπαψε να υπάρχει ήδη από τις αρχές του 4ου αιώνα.
Ο Διοκλητιανός έκανε μεγάλες μεταβολές στη διοίκηση των επαρχιών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του όλες οι επαρχίες εξαρτιόνταν απευθείας από τον αυτοκράτορα, ενώ πριν οι διοικητές των επαρχιών είχαν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πολλά επικίνδυνα προβλήματα για την κεντρική διοίκηση, γιατί συχνά οι διοικητές των επαρχιών ενισχυμένοι από το στρατό τους επαναστατούσαν εναντίον του αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός όμως, επιθυμώντας να απαλλαγεί από την απειλή των μεγάλων επαρχιών, αποφάσισε να τις διαιρέσει σε μικρότερες περιοχές. Έτσι οι 57 επαρχίες που υπήρχαν όταν ανέλαβε την εξουσία, πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν 96 ή περισσότερες.
Ο ακριβής αριθμός των μικρών επαρχιών που δημιούργησε ο Διοκλητιανός δεν είναι γνωστός γιατί οι σχετικές πηγές δεν μας δίνουν ικανοποιητικές πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Η βασική πηγή που μας πληροφορεί για τη συγκρότηση των επαρχιών της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη, είναι η Notitia dignitatum, ένας επίσημος πίνακας των αυλικών και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών που περιέχει επίσης έναν κατάλογο των επαρχιών. Όπως φαίνεται από την επιστημονική έρευνα, αυτός ο χωρίς χρονολογία πίνακας αφορά τον 5ο αιώνα και συνεπώς περιέχει και τις μεταβολές εκείνες που έκαναν οι διάδοχοι του Διοκλητιανού στη διοίκηση των επαρχιών. Η Notitia dignitatum αναφέρει 120 επαρχίες. Άλλοι πίνακες αμφιβόλου χρονολογίας αναφέρουν λιγότερες επαρχίες.
Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού επειδή δεν έχουμε σχετικές επίσημες πληροφορίες. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο Διοκλητιανός, επιθυμώντας να ασφαλισθεί από κάθε περιπλοκή, απομόνωσε αυστηρά τη στρατιωτική από την πολιτική ισχύ. Από την εποχή αυτή και μετά οι διοικητές των επαρχιών είχαν μόνο πολιτική και δικαστική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού επηρέασαν κυρίως την Ιταλία που από μια ηγετική περιοχή που ήταν έγινε μια απλή επαρχία.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις είχαν επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών νέων αξιωμάτων και μιας πολύπλοκης γραφειοκρατίας, με αυστηρή υποταγή των κατώτερων αξιωματούχων στους ανώτερούς τους. Ο Μ. Κωνσταντίνος ανέπτυξε αργότερα την αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας, που είχε αρχίσει ο Διοκλητιανός.
Έτσι, τα κύρια χαρακτηριστικά των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν η οριστική εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας και ο αυστηρός διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης και πολύπλοκης γραφειοκρατίας. Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, το πρώτο χαρακτηριστικό διατηρήθηκε, ενώ το δεύτερο υπέστη πολλές αλλαγές λόγω των τάσεων συγκέντρωσης της στρατιωτικής και της πολιτικής εξουσίας στα ίδια χέρια. Τα πολυάριθμα αξιώματα και οι τίτλοι διατηρήθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ το γραφειοκρατικό σύστημα κρατήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, αν και στο μεταξύ έγιναν πολλές αλλαγές στις υπηρεσίες και στους τίτλους των αξιωματούχων, από τους οποίους οι περισσότεροι άλλαξαν για να γίνουν από λατινικοί ελληνικοί. Πολλά αξιώματα έχασαν την ουσιαστική τους αξία και έμειναν απλοί τίτλοι, ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν νέα.
Ένας αξιόλογος παράγοντας που επηρέασε την ιστορία της αυτοκρατορίας, τον 4ο αιώνα, υπήρξε η βαθμιαία κάθοδος των Βαρβάρων, δηλαδή των Γερμανών (Γότθων). Αφού δούμε τις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν τον 4ο αιώνα, θα μελετήσουμε λεπτομερώς και το ζήτημα αυτό.
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε το 337 μ.Χ. Τόσο το έργο του όσο κι ο ίδιος έτυχε μιας σπάνιας και ειλικρινούς εκτίμησης από πολλές πλευρές. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος, όπως αναφέρει ο ιστορικός του 4ου αιώνα Ευτρόπιος, θεοποίησε τον Κωνσταντίνο, η ιστορία τον ονομάζει «Μεγάλο» και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και «Ισαπόστολο». Οι σύγχρονοι ιστορικοί τον παρομοιάζουν με τον Πέτρο της Ρωσίας και το Ναπολέοντα.
Ο Καισαρείας Ευσέβιος έγραψε τον «Πανηγυρικό του Κωνσταντίνου», με σκοπό να δοξολογήσει το θρίαμβο του Χριστιανισμού, που έθεσε τέρμα στα δημιουργήματα του Σατανά, τους ψεύτικους θεούς και που κατέστρεψε την ειδωλολατρία.
«Ένας Θεός», γράφει, «κηρύχθηκε σε όλη την ανθρωπότητα, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη: η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακριβώς την ίδια εποχή, με πίστη στον ίδιο Θεό, σαν δύο πηγές ευλογίας, παρουσιάστηκαν για το καλό των ανθρώπων, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η χριστιανική ευσέβεια... Δύο παντοδύναμες δυνάμεις ξεκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός, δάμασαν και συμβίβασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχεία».

Οι αυτοκράτορες από τον Μ. Κωνσταντίνο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, οι τρεις γιοι του, Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος καιΚώνστας, απέκτησαν τον τίτλο του Αυγούστου και μοίρασαν μεταξύ τους τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως ξέσπασε ανάμεσά τους ένας ανταγωνισμός, στη διάρκεια του οποίου δύο από τα αδέλφια σκοτώθηκαν, ο Κωνσταντίνος το 340 και ο Κώνστας 10 χρόνια αργότερα. Ο Κωνστάντιος έμεινε έτσι, ο μόνος κυρίαρχος της αυτοκρατορίας μέχρι το 361. Δεν είχε παιδιά και μετά το θάνατο των αδελφών του τον ενοχλούσε συχνά η σκέψη ποιος θα τον διαδεχθεί. Η τακτική της εξόντωσης όλων των μελών της οικογενείας του άφησε στη ζωή μόνο δύο εξαδέλφια του, τον Γάλλο και τον Ιουλιανό, τα οποία είχε απομακρύνει από την πρωτεύουσα. Από φόβο όμως μήπως ο θρόνος ξεφύγει από τα χέρια της δυναστείας του, έκανε τον Γάλλο Καίσαρα, για να τον σκοτώσει όμως αργότερα, το 354, επειδή τον υποπτευόταν.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο αδελφός του Γάλλου, Ιουλιανός, κλήθηκε στην αυλή του Κωνστάντιου για να διοριστεί Καίσαρας (το 355) και να παντρευτεί την ξαδέλφη του Ελένη. Τη σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού (361-363) - ο θάνατος του οποίου τερματίζει τη δράση της δυναστείας του Μ. Κωνσταντίνου - ακολούθησε η επίσης σύντομη βασιλεία του διαδόχου του, πρώην διοικητή της φρουράς της αυλής, Ιοβιανού (363-364), τον οποίον ανακήρυξε Αύγουστο ο στρατός. Μετά το θάνατό του έχουμε την εκλογή τουΒαλεντινιανού Α' (Ουαλεντινιανός) (364-375), ο οποίος αμέσως μετά την εκλογή του αναγκάστηκε κάτω από την πίεση του στρατού του, να ανακηρύξει Αύγουστο και συν-αυτοκράτορα τον Ουάλη (364-378). Ο Βαλεντινιανός διοικούσε τη δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας, έχοντας εμπιστευθεί την Ανατολή στον Ουάλη. Τον Βαλεντινιανό διαδέχθηκε στη Δύση, ο γιος του Γρατιανός (375-383), ενώ συγχρόνως ο στρατός ονόμαζε Αύγουστο τον Βαλεντινιανό Β' (375-392), τον μόλις 4 ετών ετεροθαλή αδελφό του Γρατιανού. Μετά το θάνατο του Ουάλη (378), ο Γρατιανός διόρισε Αύγουστο τονΘεοδόσιο, και τον εξουσιοδότησε συγχρόνως να διοικεί την ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας, καθώς και ένα μεγάλο μέρος του Ιλλυρικού. Ο Θεοδόσιος είναι ο πρώτος αυτοκράτορας της δυναστείας εκείνης, που κράτησε το θρόνο μέχρι τη στιγμή που πέθανε, το 450 μ.Χ., ο Θεοδόσιος ο Νεότερος.
Μετά το θάνατο του Θεοδόσιου, οι γιοι του Αρκάδιος και Ονώριος ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, ο μεν πρώτος στην Ανατολή, ο δε δεύτερος στη Δύση. Όπως και κατά τον 4ο αιώνα, στην περίπτωση του Ουάλη και του Βαλεντινιανού Β', έτσι και τώρα η αυτοκρατορία παρέμεινε ενωμένη παρά το γεγονός ότι υπήρχαν δύο άρχοντες: ο Αρκάδιος και ο Ονώριος. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Ορόσιος, συγγραφέας της ιστορίας κατά των ειδωλολατρών, γράφει μάλιστα σχετικά, ότι «ο Αρκάδιος και ο Ονώριος διατηρούσαν απόλυτη την ενότητα της αυτοκρατορίας, έχοντας απλώς χωριστές έδρες».
Ανάμεσα στους αυτοκράτορες που βασίλευσαν στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 395-518, βρίσκουμε αρχικά εκείνους που ανήκουν στο γενεαλογικό δένδρο του Μ. Θεοδόσιου, δηλαδή: το γιο του Αρκάδιο (395-408), που παντρεύτηκε την Ευδοξία (κόρη ενός Γερμανού ηγέτη) και το γιο του Αρκάδιου,Θεοδόσιο το Νεότερο (408-450), του οποίου η γυναίκα (κόρη ενός Αθηναίου φιλοσόφου) άλλαξε το όνομά της όταν βαπτίστηκε για να ονομαστεί από Αθηναΐδα, Ευδοκία. Μετά το θάνατο του Θεοδόσιου Β', η αδελφή του Πουλχερία παντρεύτηκε τονΜαρκιανό που έγινε αυτοκράτορας (450-457). Έτσι το 450 μ.Χ. τελειώνει η δυναστεία του Θεοδοσίου. Μετά το θάνατο του Μαρκιανού έγινε αυτοκράτορας ο Λέων Α' (457-474), ο οποίος γεννήθηκε στη Θράκη ή τη «Δακία του Ιλλυρικού» και υπηρέτησε αρχικά το κράτος ως Ρωμαίος δήμαρχος. Η Αριάδνη, κόρη του Λέοντα Α', που παντρεύτηκε τον Ίσαυρο Ζήνων, απέκτησε ένα αγόρι, τον Λέοντα, ο οποίος μετά το θάνατο του παππού του έγινε αυτοκράτορας, το 474, όταν ήταν 6 ετών. Πέθανε όμως λίγους μήνες αργότερα, αφού προηγουμένως είχε διορίσει συν-αυτοκράτορα τον πατέρα του Ζήνωνα που ανήκε στην άγρια φυλή των Ισαύρων, οι οποίοι κατοικούσαν στη Μ. Ασία. Ο πατέρας του Λέοντα (γνωστός στην ιστορία ως Λέων Β'), Ζήνωνας, βασίλευσε από το 474 μέχρι το 491. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η γυναίκα του Αριάδνη παντρεύτηκε έναν «σιλεντιάριο»[4] των ανακτόρων, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο που καταγόταν από το Δυρράχιο της Ιλλυρίας (τη σημερινή Αλβανία) και ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και βασίλευσε ως Αναστάσιος Α' από το 491 μέχρι το 518.Ο πίνακας αυτός των αυτοκρατόρων δείχνει ότι αφότου πέθανε ο Μ. Κωνσταντίνος μέχρι το 518 μ.Χ., ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης βρέθηκε διαδοχικά πρώτον στα χέρια της δυναστείας του Κωνσταντίνου - ή μάλλον της δυναστείας του πατέρα του - ο οποίος πιθανόν ανήκε σε κάποια εκρωμαϊσμένη βάρβαρη φυλή της Βαλκανικής χερσονήσου, δεύτερον στα χέρια μερικών Ρωμαίων - Ιοβιανών και της οικογένειας του Βαλεντινιανού Α', τρίτον στην εξουσία τριών μελών της ισπανικής δυναστείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και τέταρτονστα χέρια αυτοκρατόρων που ανήκαν σε διάφορες φυλές (Θράκες, ένας Ίσαυρος κι ένας από την Ιλλυρία). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ποτέ δεν ήλθε ο θρόνος στα χέρια ενός Έλληνα.

Υποσημειώσεις:
[1] «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος 1, σελίδες 60-62.
[2] Το διάδημα στην αρχή ήταν μια άσπρη στενή ταινία την οποία έδεναν γύρω από το κεφάλι τους οι βασιλιάδες της Ασίας και της Αιγύπτου. Τη συνήθεια αυτή την παρέλαβε, ως δείγμα της εξουσίας του, ο Αλέξανδρος στην Ασία. Μετά το Διοκλητιανό το χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, ενώ ο Κωνσταντίνος το στόλισε με πολύτιμους λίθους. Αργότερα, επί Ιουστινιανού, το διάδημα έγινε μετάλλινο στεφάνι, από το οποίο προήλθε το στέμμα των βασιλέων.
[3] Deus Aurelianus, Imperator Deus et Dominus Aurelianus Augustus.
[4] Οι silentiarii ήταν υπάλληλοι της αυλής που είχαν για κύριο έργο τους την τήρηση της αυλικής εθιμοτυπίας.

Βιβλιογραφία:
1) Baynes, «Athanasiana» (XI, 1925).
2) Polybius, «Historia», IV.
3) Sozomenis, «Historia ecclesiatica», II, 3.
4) Baynes, «The Byzantine Empire».
5) Philostorgii, «Historia ecclesiastica», II.
6) Stein, «Geschichte des spätrömischen Reiches», I.
7) J. Maurice, «Les Origines de Constantinople».
8) Θ. Ουσπένσκι, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος 1.
8) Seeck, «Geschichte des Unterganges der Antiken Welt», Berlin, 1909.
9) Grégoire, «La 'conversion' de Constantin», Revue de l' Université de Bruxelles, 1930-1931.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου