η


Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος (κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία) υπήρξε Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θάνατό του το 337μ.Χ.. Υπήρξε Αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. εως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.
Γεννήθηκε στη Ναϊσό στις 27 Φεβρουαρίου του 272. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius) και η Ελένη (μετέπειτα αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), κόρη ξενοδόχου. Ο Κωνστάντιος ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ και η Ελένη κόρη κάποιου πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux, στρατηγός).
Η Ελένη ακολούθησε το σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και περίπου το 274 μ.Χ., στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας), γέννησε το γιο τους Κωνσταντίνο, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η χρονολογία γέννησης του Κωνσταντίνου αποτελεί θέμα προς έρευνα για τους ιστορικούς, αφού δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς. Άλλες χρονολογίες που προτείνονται είναι το 271, το 272 ή το 273, ενώ κάποιοι τοποθετούν τη γέννησή του ακόμη και 10 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή στα 285 μ.Χ.
Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:
  • Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κων/νος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος, συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (Pax Romana), το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως «επιτρεπομένη θρησκεία», οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
  • Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
  • Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.

Ο Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός


Ένα πολυσυζητημένο και μελετημένο υπό ποικίλα πρίσματα κεφάλαιο της ζωής και της πολιτικής του Κωνσταντίνου είναι η σχέση του με το Χριστιανισμό. Έχει ήδη προαναφερθεί ότι ο Κωνσταντίνος αξιοποίησε χωρίς διακρίσεις τους χριστιανούς στο στρατό του, εφάρμοσε στην επικράτειά του την αρχή της ανεξιθρησκίας και προστάτεψε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με διάφορους τρόπους (βλ. Υποκεφάλαιο 3.4:»Το διάταγμα των Μεδιολάνων, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.»).
Από τα διάφορα μέτρα που θέσπισε, μεγαλύτερη σημασία για τους χριστιανούς είχαν η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας τους κατά τις περιόδους των διωγμών και το δικαίωμα που αποκτούσαν, να αυξήσουν αυτή την περιουσία. Ακόμη, ο Κωνσταντίνος ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους, όχι με την ιδιότητα του δικαστή, αλλά περισσότερο σαν διαιτητές. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Η επισκοπική δικαιοδοσία, όπως λεγόταν, ήταν μία ευνοϊκή για τους Χριστιανούς θεσμοθέτηση, αφού οι Χριστιανοί είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επισκόπους από ότι στους δικαστές τις πολιτείας. Επίσης, οι επίσκοποι απαλλάχτηκαν από όλες τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη που τους αντιστοιχούσαν. Επιπλέον μέτρα ήταν η απαγόρευση της εργασίας την Κυριακή καθώς και σε άλλες μεγάλες κατά τους Χριστιανούς γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι αυτοκρατορικές χορηγίες, με τις οποίες ανεγέρθησαν χριστιανικοί ναοί. Μεταξύ αυτών των ναών είναι και οι χριστιανικοί ναοί της Ανάστασης, της Γέννησης και του Όρους των Ελαιών στους χριστιανικούς αγίους Τόπους.
Με όλα αυτά τα θεσπίσματα και παρόλο που ο ίδιος ήταν κατηχούμενος στο Χριστιανισμό, ο Κωνσταντίνος διατήρησε το αξίωμα τού pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους, του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας που ασκούσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «Ημέρα του Ήλιου» (Dies Solis) και «Ανίκητος Ήλιος» (Sol Invictus). Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηρικτής της λατρείας του Ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφιέρωση του αυτή στον Ήλιο από την οικογένεια του. Ακόμη, δε στέρησε τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας από τα δικαιώματά τους ούτε έπαψε παράλληλα να στηρίζει την παραδοσιακή θρησκεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, σεβάστηκε τα προνόμια που είχαν δοθεί στις Εστιάδες παρθένες, το κράτος εξακολουθούσε να καλύπτει τα έξοδα για τις διάφορες γιορτές και τελετές των Εθνικών, στα νομίσματα παραμένουν για αρκετά χρόνια τα συναφή σύμβολα, ενώ αναφέρεται ότι ίδρυσε ακόμη και ναούς για τους πιστούς της ρωμαϊκής λατρείας.
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, οι πληροφορίες πως ο μέγας Κωνσταντίνος κατέστρεψε ναούς της παραδοσιακής θρησκείας δεν είναι σίγουρο ότι ευσταθούν και δεν μπορούν να εξακριβωθούν με βεβαιότητα ούτε από τα ιστορικά γεγονότα ούτε από την πολιτική σκέψη του Κωνσταντίνου. Επιπλέον, είναι σημαντικό το γεγονός ότι στα χρόνια του Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός μπορεί να είχε εξαπλωθεί σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όμως οι εθνικοί εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της. Δε θα μπορούσε λοιπόν ο αυτοκράτορας να στραφεί εναντίον των υπηκόων του τόσο απροκάλυπτα. Άλλωστε, ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια, η γυναίκα του και ο γιος του παρέμεναν πιστοί στους θεούς της Ρώμης. Ακόμη, το πρωταρχικό κίνητρο του Κωνσταντίνου, όταν νομιμοποίησε το Χριστιανισμό, ήταν η ομόνοια μεταξύ των πολιτών. Θα ήταν λοιπόν ενάντια στην πολιτική του να ξεκινήσει καινούργιο κύκλο αντιπαραθέσεων και διωγμών, αυτή τη φορά σε βάρος των ειδωλολατρών.

Οι κατεδαφίσεις αρχαίων ναών που πρέπει να διέταξε είναι αυτές στα Ιεροσόλυμα, όπου κατεδαφίστηκε ο ναός της Αφροδίτης από το λόφο του Γολγοθά, για να κτιστεί ο ναός της Ανάστασης. . Ακόμη, έκλεισε θρησκευτικά κέντρα ηθικά επιλήψιμων θεοτήτων, όπως της
Αστάρτης και απαγόρευσε την τέλεση νυχτερινών και μυστικών θυσιών, καθώς αυτές δεν μπορούσαν να ελεγχθούν για τα δρώμενα που επιτελούσαν οι συμμετέχοντες σε αυτές. Αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη ειδωλολατρικών ναών λεηλατήθηκαν από τους ναούς και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για τον καλλωπισμό της από τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος ακολουθώντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του πατέρα του, είχε υιοθετήσει τον ενοθεϊσμό, την πίστη δηλαδή σε έναν υπέρτερο θεό και στην ύπαρξη άλλων μικρότερων θεοτήτων. Λάτρευε ως ύψιστο θεό το θεό Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη με σαφή συγκρητισμό, με ανάμειξη δηλαδή στοιχείων από την αρχαία ελληνική θρησκεία και από ανατολικές θρησκείες. Το πέρασμα από τον ενοθεϊσμό στο μονοθεϊσμό δε θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο πρέπει να θεωρηθεί όχι σαν γεγονός που έλαβε χώρα εν μία νυκτί αλλά μάλλον ως μια πορεία ζωής που ολοκληρώθηκε με τη βάπτισή του την ημέρα του θανάτου του.
Εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός πως με το μέγα Κωνσταντίνο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τον αυτοκράτορα-θεό στον ελέω θεού αυτοκράτορα. Η πεποίθηση αυτή σφραγίζει όλο το Μεσαίωνα της Ευρώπης και αναπόφευκτα επηρεάζει και την πολιτική σκέψη. Στην πολυθεϊστική παραδοσιακή θρησκεία της Ρώμης, ο αυτοκράτορας ήταν ένας ακόμη θεός επί γης και έπειτα από το θάνατό του επέστρεφε στο Πάνθεο. Στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό, αυτή η θεωρία ήταν εξ ορισμού ασύμβατη. Έτσι, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προσδιόρισε το ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα ως του ανθρώπου που θέσει υποχρεούται να φροντίζει τους πιστούς της νέας θρησκείας. Μιλώντας σε κάποιους επισκόπους, διαχώρισε το έργο του αυτοκράτορα από αυτό του επισκόπου: «υμείς μέν των εισω της εκκλησίας, εγώ δέ των εκτός υπό Θεού κατεσταμένος επίσκοπον αν είη» (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄. 24). Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του προς τους υπηκόους του και τους αξιωματούχους του να ασπαστούν το Χριστιανισμό και η άποψή του ότι πρέπει να βοηθήσει τους επισκόπους στη διάδοση της θρησκείας τους (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Γ΄ 17.1,2). Ο ίδιος πίστευε ότι ο Θεός τού είχε αναθέσει την ειδική αποστολή να φέρει την αρμονία στο κράτος και την εκκλησία. Η εκκλησία, αντίστοιχα, τον θεωρούσε δούλο Θεού και την μεταστροφή του θεία ενέργεια που αποσκοπούσε στην επέκταση του χριστιανισμού.
Α΄Οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας, 325 μ.Χ.
Αιτία για μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες των Χριστιανών υπήρξε στις αρχές του 4ου μ. Χ αιώνος ο Άρειος, πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, ίσως στο μεγαλύτερο φιλοσοφικό κέντρο της εποχής. Ο Άρειος, απόφοιτος της θεολογικής σχολής του Λουκιανού στην Αντιόχεια, άρχισε να διατυπώνει τη θεωρεία πως ο Χριστός ήταν «κτίσμα» του Θεού και δεν ήταν και ο ίδιος Θεός. Η διδασκαλία του Αρείου, η οποία έμεινε γνωστή ως Αρειανισμός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της χριστιανικής εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Η βαθιά μόρφωση του Αρείου και η δεινότητα του λόγου του (χαρακτηριστική είναι η παροιμία της εποχής «του Αρείου το απύλωτον στόμα») οδήγησαν πολλούς ανθρώπους από όλες τις τάξεις να ασπαστούν τις πνευματικές του πεποιθήσεις. Έτσι, σύντομα βρέθηκε να στηρίζεται από οπαδούς σε ολόκληρη την Ανατολή, παρά τον αφορισμό και το ανάθεμα που εξαπέλυσε εναντίον του ο γηραιός επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος. Ανάμεσα στους οπαδούς του Αρείου ήταν οι επίσκοποιΝικομήδειας Ευσέβιος και Καισαρείας Ευσέβιος, προσωπικοί φίλοι του αυτοκράτορα, καθώς και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, με σημαντικότερη ίσως την αδερφή του Κωνσταντίνου, την nobilissima femina Κωνσταντία, που όπως έχει προαναφερθεί απολάμβανε ιδιαίτερη εύνοια από τον αδερφό της.
Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε αρχικά να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους, μέσω μιας επιστολής που απέστειλε και στις δύο πλευρές με αγγελιοφόρο τον επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας. Επιστρέφοντας ωστόσο, ο επίσκοπος εξήγησε στον Κωνσταντίνο την πολιτική σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.
Πληροφορίες σχετικά με την Σύνοδο έχουμε μόνο από τους συμμετέχοντες και ιστορικούς, καθώς δεν διασώζονται πρακτικά, αν υποτεθεί ότι κρατήθηκαν. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου ενώ ο Άρειος και οι πιο θερμοί οπαδοί του καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία.
Παρ” όλα αυτά, τα αποτελέσματα της Συνόδου δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τον Αρειανισμό. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση, ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία, και τιμώρησε με τον ίδιο τρόπο τον μεγάλο αντίπαλο του Άρειου στην Σύνοδο, τον Αθανάσιο, Αρχιδιάκονο της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Ο Αθανάσιος παρέμεινε εξόριστος μέχρι την άρση της ποινής από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, την ημέρα που βαπτίσθηκε Χριστιανός. Για τους λόγους της μεταστροφής αυτής του Κωνσταντίνου δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ των ιστορικών. Έχουν αναφερθεί λόγοι όπως η επίδραση της αυλής, οικογενειακοί λόγοι, η πολιτική επιρροή του Αρειανισμού στην Ανατολή κ.α