Σύνοψις της Μεσαιωνικής Ιστοριάς των Ελλήνων (Ρωμηών)
Ορισμός
Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ή Ελληνική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης αποκαλείται συμβατικά το διασωθέν ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν αυτή κατέρρευσε μετά τήν εισβολή Γερμανικών φύλων, τόν 5ο αιώνα μ.Χ. Πρωτεύουσα του Ανατολικού κράτους τό οποίο, μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, συνέχισε περίπου για έντεκα αιώνες ακόμα την αυτόνομη ζωή του, ήταν ηΚωνσταντινούπολη. Η "Βασιλεύουσα"εγκαινιάσθηκε από τόν Μέγα Κωνσταντίνο στίς 11 Μαΐου 330 μ. Χ.,πάνω στήν αρχαία πόλη του Βυζαντίου, που είχε ιδρύσει το 659 π.Χ. ο Βύζας από τα Μέγαρα στις ακτές του Βοσπόρου. Η Ελληνική αυτοκρατορία καταλύθηκε στίς29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, επί βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου, μέ τήν άλωση της Κωνσταντινούπολης από τούς Οθωμανούς Τούρκους.
Ονομασία
Οι κάτοικοι του Βυζαντίου χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους, το κράτος και την ιστορία τους τον όρο "Ρωμαίος". Τιμούσαν μέ αυτό τόν τρόπο τούς ιδρυτές του κράτους τους, αλλά ταυτόχρονα εξασφάλιζαν μία άτυπη υπεροχή έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών βασιλείων, τά οποία όφειλαν σεβασμό στούς κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Λατίνοι, αντίθετα, τούς πολίτες του Βυζαντίου τούς ονόμαζαν "Γραικούς" (Graeci) καί τό κράτος τους «Βασίλειο των Γραικών»(Regnum Graecorum). Αντίστοιχα, όταν ιδρύονταν ένα ισχυρό δυτικό κράτος, όπως αυτό τουΟθωνα του Α' (962), αυτό τό ονόμαζαν «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», γιά νά έχει εξασφαλισμένη, μέ αυτόν τόν τρόπο, τήν πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στά υπόλοιπα χριστιανικά βασίλεια.
Ο όρος "βυζαντινός" εισήχθη από τόν Ιερώνυμο Βολφ (Wolf) τό 1562, όταν ίδρυσε το "Corpus Historiae byzantinae", και τον καθιέρωσε ο Φιλίπ Λαμπ (Philippe Labbe), εκδότης της "Βυζαντίδος του Λούβρου", προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus"(1648). Το 1680 ο Δουκάγκιος (Κάρολος du Cange) τιτλοφόρησε το έργο του, στο οποίο διαπραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, «Historia Byzantina». Η βυζαντινή ιστορία είχε βρει πια τη θέση της στην επίσημη επιστημονική ορολογία. Από τότε ο επιστημονικός κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να χρησιμοποιεί τα ονόματα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» και«Βυζαντινοί» για να δηλώσει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και τους κατοίκους που ζούσαν μέσα στα όριά της. Οι Ελληνες, όμως εκείνη τήν περίοδο, όντας ραγιάδες των Οθωμανών, ονόμαζαν τούς εαυτούς τους «Ρωμιούς» καί τό καταλυθέν κράτος τους «Ρωμανία», ενώ πάντα νοσταλγούσαν καί τραγουδούσαν μέ μελαγχολία τήν πρωτεύουσά τους τήν Κωνσταντινούπολη, τήν «Πόλη» τους τήν αγαπημένη.
Ο όρος "βυζαντινός" εισήχθη από τόν Ιερώνυμο Βολφ (Wolf) τό 1562, όταν ίδρυσε το "Corpus Historiae byzantinae", και τον καθιέρωσε ο Φιλίπ Λαμπ (Philippe Labbe), εκδότης της "Βυζαντίδος του Λούβρου", προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus"(1648). Το 1680 ο Δουκάγκιος (Κάρολος du Cange) τιτλοφόρησε το έργο του, στο οποίο διαπραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, «Historia Byzantina». Η βυζαντινή ιστορία είχε βρει πια τη θέση της στην επίσημη επιστημονική ορολογία. Από τότε ο επιστημονικός κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να χρησιμοποιεί τα ονόματα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» και«Βυζαντινοί» για να δηλώσει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και τους κατοίκους που ζούσαν μέσα στα όριά της. Οι Ελληνες, όμως εκείνη τήν περίοδο, όντας ραγιάδες των Οθωμανών, ονόμαζαν τούς εαυτούς τους «Ρωμιούς» καί τό καταλυθέν κράτος τους «Ρωμανία», ενώ πάντα νοσταλγούσαν καί τραγουδούσαν μέ μελαγχολία τήν πρωτεύουσά τους τήν Κωνσταντινούπολη, τήν «Πόλη» τους τήν αγαπημένη.
Γεωγραφικός χώρος
Τό Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος κληρονόμησε εδάφη πού απλώνονταν από τήν Αίγυπτο, τή Συρία, τήν Αρμενία, μέχρι τόν ποταμό Δούναβη καί τίς ακτές της Ισπανίας. Υπό την πίεση δεκάδων επιδρομέων η αυτοκρατορία συρρικνώθηκε σέ κτήσεις οι οποίες παραδοσιακά καί από αρχαιοτάτων χρόνων κατοικούνταν από Ελληνες, όπως ήταν η Μικρά Ασία, ο Πόντος, η Ρωμυλία, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ηπειρος, τά νησιά του Αιγαίου καί του Ιονίου, η Κύπρος, η Κάτω Ιταλία καί η Πελοπόννησος. Τόν τελευταίο αιώνα, υπό τόν ασφυκτικό κλοιό των Τούρκων, τό Βυζάντιοπεριορίστηκε στά όρια της Κωνσταντινουπόλεως, στόν Μυστρά καί στήν Τραπεζούντα, μέχρι καί τήν πτώση του, στίς 29 Μαϊου 1453.
Εθνολογικός χαρακτήρας
Στον τεράστιο χώρο όπου εκτεινόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ζούσαν διάφοροι λαοί και φύλα:Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι, Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Ιλλυριοί, Γαλάτες κ.ά.. Έτσι, η ιστορία των πρώτων αιώνων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίαςδεν είναι η ιστορία μόνο ενός έθνους, αλλά ενός υπερεθνικού κράτους με αποστολή εξόχωςοικουμενική. Ενωτικό τους χαρακτηριστικό φυσικά ήταν η χριστιανική πίστη καί η ελληνική γλώσσα, η οποία καθιερώθηκε από τόν 6ο αιώνα, ως η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Ενώ όμως οι διάφοροι λαοί αποτελούσαν ένα παροδικό καί επιπόλαιο στοιχείο, τό οποίο όταν αποκτούσε εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν βαθμιαία από το βυζαντινό κράτος καί δημιουργούσε τό δικό του ανεξάρτητο κράτος, όπως ήταν η Βουλγαρία, η Σερβία, η Αρμενία κ.ά, τό ελληνικό στοιχείο αποκτούσε επίγνωση του εαυτού του καί της καταγωγής του καί ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με το κράτος, που σιγά-σιγά έγινε αμιγώς ελληνικό, όχι μόνο στη γλώσσα και τον πολιτισμό αλλά και στη συνείδηση. Αλλωστε, είναι γεγονός αναγνωρισμένο ότι σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς λαούς είχε αποτυπωθεί η σφραγίδα του ελληνισμού: εκκλησιαστική τους γλώσσα ήταν η ελληνική, όπως ελληνική επίσης ήταν η γλώσσα του εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών. Μεγάλα κέντρα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Θεσσαλονίκη, που ενίσχυαν και μετέδιδαν συνεχώς τη λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Τους συνεκτικούς δεσμούς του κράτους που σφυρηλατούσε η ελληνική πνευματική ακτινοβολία ενίσχυσε κι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας: η Ορθοδοξία,όπως αυτή καθιερώθηκε μετά τό σχίσμα της Ανατολικής μέ τή Δυτική Εκκλησία.
Στό Βυζάντιο, τό οποίο πολλοί ιστορικοί, μεταξύ των οποίων καί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ονόμασαν «Ελληνική Αυτοκρατορία», η παιδεία βασιζόταν στόν Ομηρο, στόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη, ενώ υπήρχε περιφρόνηση γιά οτιδήποτε λατινικό, δεδομένου ότι τούς Φράγκους τούς αποκαλούσαν βαρβάρους. Ολοι φυσικά γνωρίζουμε ότι από τό όνομα Ρωμαίος προήλθε καί ο όρος «Ρωμηός», τόν οποίον χρησιμοποιούσαν οι προγόνοι μας καθόλη τή διάρκεια της τουρκοκρατίας, καθόλη τή διάρκεια του αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία μας καί ακόμα μέχρι τίς αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως στήν Μικρά Ασία. Η ελληνική συνείδηση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων παγιώθηκε κυρίως μετά τήν άλωση του 1204, όταν βρέθηκαν σέ ιδιαιτέρως δυσχερή θέση περικυκλωμένοι από εχθρικά διακείμενα αλλόφυλους, έχοντας χάσει εδάφη καί τήν ιερή γιά αυτούς «Θεοφύλακτη Πόλη». Ο καθηγητής της Ιστορίας Απόστολος Βακαλόπουλος έχει διασώσει ενα εκπληκτικό κείμενο Ελληνορθοδόξου αξιοπρεπείας καί πατριωτικής παρρησίας γραμμένο από τόν Αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1193-1254) τό οποίο τό απηύθυνε στόν Πάπα Νικόλαο Θ΄:
Ενώ όμως οι διάφοροι λαοί αποτελούσαν ένα παροδικό καί επιπόλαιο στοιχείο, τό οποίο όταν αποκτούσε εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν βαθμιαία από το βυζαντινό κράτος καί δημιουργούσε τό δικό του ανεξάρτητο κράτος, όπως ήταν η Βουλγαρία, η Σερβία, η Αρμενία κ.ά, τό ελληνικό στοιχείο αποκτούσε επίγνωση του εαυτού του καί της καταγωγής του καί ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με το κράτος, που σιγά-σιγά έγινε αμιγώς ελληνικό, όχι μόνο στη γλώσσα και τον πολιτισμό αλλά και στη συνείδηση. Αλλωστε, είναι γεγονός αναγνωρισμένο ότι σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς λαούς είχε αποτυπωθεί η σφραγίδα του ελληνισμού: εκκλησιαστική τους γλώσσα ήταν η ελληνική, όπως ελληνική επίσης ήταν η γλώσσα του εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών. Μεγάλα κέντρα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Θεσσαλονίκη, που ενίσχυαν και μετέδιδαν συνεχώς τη λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Τους συνεκτικούς δεσμούς του κράτους που σφυρηλατούσε η ελληνική πνευματική ακτινοβολία ενίσχυσε κι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας: η Ορθοδοξία,όπως αυτή καθιερώθηκε μετά τό σχίσμα της Ανατολικής μέ τή Δυτική Εκκλησία.
Στό Βυζάντιο, τό οποίο πολλοί ιστορικοί, μεταξύ των οποίων καί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ονόμασαν «Ελληνική Αυτοκρατορία», η παιδεία βασιζόταν στόν Ομηρο, στόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη, ενώ υπήρχε περιφρόνηση γιά οτιδήποτε λατινικό, δεδομένου ότι τούς Φράγκους τούς αποκαλούσαν βαρβάρους. Ολοι φυσικά γνωρίζουμε ότι από τό όνομα Ρωμαίος προήλθε καί ο όρος «Ρωμηός», τόν οποίον χρησιμοποιούσαν οι προγόνοι μας καθόλη τή διάρκεια της τουρκοκρατίας, καθόλη τή διάρκεια του αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία μας καί ακόμα μέχρι τίς αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως στήν Μικρά Ασία. Η ελληνική συνείδηση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων παγιώθηκε κυρίως μετά τήν άλωση του 1204, όταν βρέθηκαν σέ ιδιαιτέρως δυσχερή θέση περικυκλωμένοι από εχθρικά διακείμενα αλλόφυλους, έχοντας χάσει εδάφη καί τήν ιερή γιά αυτούς «Θεοφύλακτη Πόλη». Ο καθηγητής της Ιστορίας Απόστολος Βακαλόπουλος έχει διασώσει ενα εκπληκτικό κείμενο Ελληνορθοδόξου αξιοπρεπείας καί πατριωτικής παρρησίας γραμμένο από τόν Αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1193-1254) τό οποίο τό απηύθυνε στόν Πάπα Νικόλαο Θ΄:
«Γράφεις στό γράμμα σου ότι στό δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει...... οτι, λοιπόν, από τό δικό μας γένος άνθησε η σοφία καί τά αγαθά της καί διεδόθησαν στούς άλλους λαούς, αυτό είναι αληθινό. Αλλά πώς συμβαίνει νά αγνοείς, ή αν δέν τό αγνοείς πώς καί τό απεσιώπησες, ότι μαζί μέ τήν βασιλεύουσα Πόλη καί η βασιλεία σέ αυτόν τόν κόσμο κληροδοτήθηκε στό δικό μας γένος από τόν Μέγα Κωνσταντίνο; Υπάρχει μήπως κανείς πού αγνοεί ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής πέρασε στό δικό μας γένος καί εμείς είμαστε οι κληρονόμοι καί διάδοχοί του; Απαιτείς νά μήν αγνοούμε τά προνόμιά σου. Καί εμείς εχουμε τήν αντίστοιχη απαίτηση νά δείς καί νά αναγνωρίσεις τό δίκαιό μας όσον αφορά τήν εξουσία μας στό κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, τό οποίο αρχίζει από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου καί .... έζησε επί χίλια χρόνια ώστε εφθασε μέχρι καί τήν δική μας βασιλεία.
Οι γενάρχες της βασιλείας μου, σπό τίς οίκογένειες των Δουκών καί των Κομνηνών, γιά νά μήν αναφέρω τους αλλους, κατάγονται από ελληνικά γένη. Αυτοί λοιπόν οι ομοεθνείς μου επί πολλούς αιώνες κατείχαν τήν εξουσία στήν Κωνσταντινούπολη. Διαβεβαιούμε δέ τήν Αγιότητά σου καί όλους τούς Χριστιανούς ότι ουδέποτε θά παύσουμε νά αγωνιζόμαστε καί νά πολεμούμε κατά των κατακτητών της Κωνσταντινουπόλεως. Θά ασεβούσαμε καί πρός τούς νόμους της φύσεως καί πρός τούς θεσμούς της πατρίδος καί πρός τούς τάφους των πατέρων μας καί πρός τούς Ιερούς ναούς του Θεού, εάν δέν αγωνιζόμασταν για αυτά μέ όλη μας τήν δύναμη......»
Αλλο ένα ενδεικτικό κείμενο πού διασώζεται μετά από τήν άλωση του 1453, είναι ο «Θρήνος και Κλαυθμός Κωνσταντινουπόλεως» του Ματθαίου Μυρέων:
«Αλλοίμονον, αλλοίμονον 'ς το γένος των Ρωμαίων.
Ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων.
Σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτ' την ώρα».
Πρωτεύουσα
H Κωνσταντινούπολη υπήρξε τό καύχημα των Βυζαντινών, η ιερή πόλη της Ρωμιοσύνης, τό τραγούδι του σκλαβωμένου, επί τουρκοκρατίας ραγιά, η πόλη θρύλος των Ελλήνων. Η πρωτεύουσα του χριστιανικού ρωμαϊκού κράτους, η πόλη που ταυτίσθηκε με την ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ και σηματοδότησε με την παρουσία της σημαντικές αλλαγές σε ολόκληρη την ανατολική περιφέρεια της Μεσογείου. Η πόλη θεμελιώθηκε στις 8 Νοεμβρίου 324 και εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330. Ιδρύθηκε στη θέση όπου βρισκόταν το Βυζάντιο, η αρχαία αποικία των Μεγαρέων
Η επιλογή της τοποθεσίας, για την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, αιτιολογήθηκε με βάση τη «θεία έμπνευση». Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε στο περιβάλλον του, ότι ένας αετός εμφανίστηκε στον ύπνο του και άφησε ένα λίθο να πέσει στο χώρο του Βυζαντίου. Μετά την επιλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα ο αυτοκράτορας υπέδειξε την επέκταση των ορίων της πόλης.
Ο Φιλοστόργιος περιγράφει ότι γιά την επέκταση των ορίων της πόλης ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να αποτυπώσει την έκταση των ορίων για τα τείχη της νέας πόλης, άρχισε να προχωρεί κρατώντας ένα ακόντιο. Καθώς, όμως, προχωρούσε, εκείνοι που τον ακολουθούσαν σχημάτισαν την αντίληψη ότι είχε τελικά χαράξει πολύ μεγαλύτερα όρια από εκείνα τα οποία χρειάζονταν. Στο τέλος κάποιος ανάμεσά τους τον ρώτησε: «ως ποίο σημείο δέσποτα;» καί έλαβε την απάντηση: «μέχρις ότου σταματήσει εκείνος που προχωρεί μπροστά μου και με καθοδηγεί».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος την ονόμασε «Νέα Ρώμη», αργότερα όμως ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου», «Κωνσταντινούπολη» ή απλώς «Πόλη». Σήμερα διεθνώς αποκαλείται «Istanbul»(Σταμπούλ - στήν Πόλιν). Υλικά και έργα τέχνης συγκεντρώθηκαν από όλα τα μέρη του ρωμαϊκού κράτους, ώστε η πόληέγινε σύντομα μουσείο θησαυρών του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα του Ανατολικού κράτους και εξακολούθησε να είναι μέχρι τήν τελική της πτώση, το 1453.
Ο Θεοδόσιος επέκτεινε τον περίβολο των τειχών το 413 που, όπως φαίνεται, εκτείνονταν από την παραλία της Προποντίδας ως το Παλάτι του Έβδομου στον Κεράτιο Κόλπο. Τα τείχη αυτά, που ήταν χερσαία και το μήκος τους έφτανε τα 7 χλμ., αποτελούνταν από τρεις σειρές τειχών που είχαν κατά διαστήματα πύργους. Εμπρός από κάθε σειρά υπήρχε τάφρος. Εκτός των χερσαίων τειχών υπήρχαν και τα παραθαλάσσια, μήκους 12 χλμ., μιας σειράς. Δυνατός σεισμός τα γκρέμισε το 446, αλλά επισκευάστηκαν επανειλημμένα ως το 1453.
Η περίοδος του Ιουστινιανού άφησε τη σφραγίδα του στην Πόλη, με τα λαμπρά μνημεία που χτίστηκαν στα χρόνια του. Κορωνίδα της οικοδομικής αυτής δραστηριότητας ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας. Τον 8ο αι. η Πόλη αντιμετώπισε νικηφόρα τις επιθέσεις Αβάρων, Περσών και Αράβων και τον ίδιο καιρό γνώρισε τις διαμάχες και συγκρούσεις των εικονομάχων και των εικονολατρών. Η εποχή των Μακεδόνων (867-1057) λάμπρυνε για άλλη μια φορά την πρωτεύουσα του Βυζαντίου με καινούργια παλάτια, εκκλησίες και μοναστήρια.
Η επιλογή της τοποθεσίας, για την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, αιτιολογήθηκε με βάση τη «θεία έμπνευση». Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε στο περιβάλλον του, ότι ένας αετός εμφανίστηκε στον ύπνο του και άφησε ένα λίθο να πέσει στο χώρο του Βυζαντίου. Μετά την επιλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα ο αυτοκράτορας υπέδειξε την επέκταση των ορίων της πόλης.
Ο Φιλοστόργιος περιγράφει ότι γιά την επέκταση των ορίων της πόλης ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να αποτυπώσει την έκταση των ορίων για τα τείχη της νέας πόλης, άρχισε να προχωρεί κρατώντας ένα ακόντιο. Καθώς, όμως, προχωρούσε, εκείνοι που τον ακολουθούσαν σχημάτισαν την αντίληψη ότι είχε τελικά χαράξει πολύ μεγαλύτερα όρια από εκείνα τα οποία χρειάζονταν. Στο τέλος κάποιος ανάμεσά τους τον ρώτησε: «ως ποίο σημείο δέσποτα;» καί έλαβε την απάντηση: «μέχρις ότου σταματήσει εκείνος που προχωρεί μπροστά μου και με καθοδηγεί».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος την ονόμασε «Νέα Ρώμη», αργότερα όμως ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου», «Κωνσταντινούπολη» ή απλώς «Πόλη». Σήμερα διεθνώς αποκαλείται «Istanbul»(Σταμπούλ - στήν Πόλιν). Υλικά και έργα τέχνης συγκεντρώθηκαν από όλα τα μέρη του ρωμαϊκού κράτους, ώστε η πόληέγινε σύντομα μουσείο θησαυρών του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα του Ανατολικού κράτους και εξακολούθησε να είναι μέχρι τήν τελική της πτώση, το 1453.
Ο Θεοδόσιος επέκτεινε τον περίβολο των τειχών το 413 που, όπως φαίνεται, εκτείνονταν από την παραλία της Προποντίδας ως το Παλάτι του Έβδομου στον Κεράτιο Κόλπο. Τα τείχη αυτά, που ήταν χερσαία και το μήκος τους έφτανε τα 7 χλμ., αποτελούνταν από τρεις σειρές τειχών που είχαν κατά διαστήματα πύργους. Εμπρός από κάθε σειρά υπήρχε τάφρος. Εκτός των χερσαίων τειχών υπήρχαν και τα παραθαλάσσια, μήκους 12 χλμ., μιας σειράς. Δυνατός σεισμός τα γκρέμισε το 446, αλλά επισκευάστηκαν επανειλημμένα ως το 1453.
Η περίοδος του Ιουστινιανού άφησε τη σφραγίδα του στην Πόλη, με τα λαμπρά μνημεία που χτίστηκαν στα χρόνια του. Κορωνίδα της οικοδομικής αυτής δραστηριότητας ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας. Τον 8ο αι. η Πόλη αντιμετώπισε νικηφόρα τις επιθέσεις Αβάρων, Περσών και Αράβων και τον ίδιο καιρό γνώρισε τις διαμάχες και συγκρούσεις των εικονομάχων και των εικονολατρών. Η εποχή των Μακεδόνων (867-1057) λάμπρυνε για άλλη μια φορά την πρωτεύουσα του Βυζαντίου με καινούργια παλάτια, εκκλησίες και μοναστήρια.
«Η Κωνσταντινούπολη, αναμφισβήτητη εστία των ανώτερων τάξεων του έθνους, που δεν είναι πια αποκλειστικά στρατιωτικοί, υπαγορεύει όλες τις μορφές πνευματικής ζωής και δίνει τον τόνο σ' όλες τις κοινωνικές και κοσμικές εκδηλώσεις. Διαλεγμένη για διαμονή από μια εκλεπτυσμένη κοινωνία, που επιδεικνύει τα πλούτη και την πολυτέλειά της, ακόμα και σε στιγμές εθνικών κινδύνων, αποκτά με τον καιρό τις διαστάσεις ενός πραγματικού θρύλου, που ξεπερνά γρήγορα τα βυζαντινά σύνορα. Η ομορφιά, η μεγαλοπρέπεια και προπαντός τα πλούτη της πόλης, κεντρίζουν τα πνεύματα των συγχρόνων, εξάπτουν την περιέργεια και προκαλούν το θαυμασμό και την έκσταση, αισθήματα που σ' άλλους προκαλούν περηφάνια και συγκίνηση και σ' άλλους απληστία και φθόνο........» Ελένη Γλυκάτζη - Αρβελερ
Την εποχή των Κομνηνών (1057-1185) ιδρύθηκε το παλάτι των Βλαχερνών στα νοτιοδυτικά της πόλης, που αποτέλεσε το νέο κέντρο της διοικητικής ζωής της πρωτεύουσας. Παράλληλα διαμένουν την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη Λατίνοι (Γενουάτες, Πισάτες, Βενετοί) χάρη στα εμπορικά προνόμια που τους δόθηκαν. Το 1204 η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της Δ' σταυροφορίας και οι θησαυροί της πλημμύρισαν τη Δύση. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας ίδρυσε το λατινικό βασίλειο της Κωνσταντινούπολης, ενώ η βυζαντινή αριστοκρατία κατέφυγε στη Νίκαια. Το 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος κατόρθωσε να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να της δώσει την τελευταία δυναστεία των Παλαιολόγων. Στα χρόνια αυτά η Κωνσταντινούπολη γνώρισε θαυμαστή πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση, παρά τις κοινωνικές και θρησκευτικές έριδες που συγκλόνιζαν το κράτος, τον οικονομικό και στρατιωτικό μαρασμό, τους εξωτερικούς εχθρούς, και κυρίως τους Τούρκους, που περισφίγγανε το Βυζάντιο.
Η κατάληψη της Πόλης από το Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453 σήμανε και το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα των Τούρκων σουλτάνων, το κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο σε όλη τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων.
Κτισμένη πάνω σε μια τριγωνική χερσόνησο μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της Προποντίδας. Απέναντι, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, βρίσκεται το Σκούταρι (Χρυσούπολη), εμπορικό κέντρο, ενώ στην απέναντι από την Κωνσταντινούπολη ακτή του Κεράτιου κόλπου, βρίσκεται το προάστιο Γαλατάς. Μεγάλη γέφυρα, που στηρίζεται στο στόμιο του Κεράτιου κόλπου, συνδέει την Κωνσταντινούπολη με το Γαλατά. Ο Κεράτιος κόλποςαποτελεί το μοναδικό λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Οι εφτά λόφοι πάνω στους οποίους είναι χτισμένη η Κωνσταντινούπολη καταλήγουν στο ακρωτήριο Σεραϊμπουρνού και στις κατηφορικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και του Κεράτιου κόλπου.
Στό Φανάρι βρίσκεται η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας Από τα βυζαντινά μνημεία της Κωνσταντινούπολης που σώζονται ξεχωρίζει ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο οποίος είναι μουσείο.
Ο ναός της Αγίας Ειρήνης, βρίσκεται πίσω από την Αγία Σοφία και αρχικά είχε μορφή ξυλόστεγης βασιλικής, ο Ιουστινιανός όμως τον ξανάχτισε μετά την καταστροφή του στη «Στάση του Νίκα» σαν βασιλική με τρούλο. Στη σύγχρονη εποχή λειτουργεί ως μουσείο των τουρκικών πολέμων.
Η βασιλική του Στουδίου χτίστηκε το 463 επί της βασιλείαςΛέοντα του Μεγάλουαπό τον πατρίκιο Στούδιο κοντά στο θαλάσσιο τείχος και στο Επταπύργιο. Τον 8ο αι. ανακαινίστηκε και αποτέλεσε περίφημο μοναστήρι, κέντρο αντίστασης κατά των εικονομάχων. Ο ναός των Αγίων Σέργιου και Βάκχου είναι κτίσμα της εποχής του Ιουστινιανού. Κοντά του βρίσκεται το Ιερό Παλάτι. Η μονή Μυρέλαιουιδρύθηκε πάνω σε ένα ρωμαϊκό κυκλικό οικοδόμημα του 3ου ή 4ου αι. π.Χ. Ως μοναστήρι υπήρχε από τον 8ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε το 1911 από πυρκαγιά. Η μονή του Λίβα ιδρύθηκε γύρω στο 910 από το δρουγγάριο Κωνσταντίνο Λίβα. Στα τέλη του 15ου αιώνα έγινε τζαμί και το 1918 κάηκε.
Η μονή του Παντοκράτορα ανήκει στην εποχή των Κομνηνών και ήταν μια από τις σπουδαιότερες μονές της Βασιλεύουσας. Η μονή της Παμμακαρίστου (11ος αι.) ήταν έδρα του πατριαρχείου μετά την Αλωση, ως το 1586, οπότε έγινε τζαμί. Η μονή της Χώρας (Καχριέ Τζαμί), της οποίας σώζεται το καθολικό, ιδρύθηκε στα χρόνια του Ηράκλειου (7ος αι.) και αποτελεί το κυριότερο δείγμα της ομάδας των σταυροειδών με τρούλο και περίστοο ναών. Είναι διακοσμημένος με εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά και τοιχογραφίες του 14ου αι. Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου είναι ένα παλιό αιγυπτιακό μνημείο που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 390 και κοσμείται με ανάγλυφα του 4ου αι. μ.Χ., της εποχής δηλαδή που στήθηκε. Τέλος πρέπει να αναφερθούν δύο τεράστιες υπόγειες δεξαμενές νερού του 6ου αι., η Μπιν Μπιρ Ντιρέκ (χίλιες και μια κολόνες) και η Γερεμπατάν Σεράι (υπόγειο παλάτι) με πλήθος κιόνων. Το 1985 πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, όπως η Αγία Σοφία και το Σουλεϊμανιέ κ.ά., χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η κατάληψη της Πόλης από το Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453 σήμανε και το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα των Τούρκων σουλτάνων, το κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο σε όλη τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων.
Κτισμένη πάνω σε μια τριγωνική χερσόνησο μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της Προποντίδας. Απέναντι, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, βρίσκεται το Σκούταρι (Χρυσούπολη), εμπορικό κέντρο, ενώ στην απέναντι από την Κωνσταντινούπολη ακτή του Κεράτιου κόλπου, βρίσκεται το προάστιο Γαλατάς. Μεγάλη γέφυρα, που στηρίζεται στο στόμιο του Κεράτιου κόλπου, συνδέει την Κωνσταντινούπολη με το Γαλατά. Ο Κεράτιος κόλποςαποτελεί το μοναδικό λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Οι εφτά λόφοι πάνω στους οποίους είναι χτισμένη η Κωνσταντινούπολη καταλήγουν στο ακρωτήριο Σεραϊμπουρνού και στις κατηφορικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και του Κεράτιου κόλπου.
Στό Φανάρι βρίσκεται η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας Από τα βυζαντινά μνημεία της Κωνσταντινούπολης που σώζονται ξεχωρίζει ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο οποίος είναι μουσείο.
Ο ναός της Αγίας Ειρήνης, βρίσκεται πίσω από την Αγία Σοφία και αρχικά είχε μορφή ξυλόστεγης βασιλικής, ο Ιουστινιανός όμως τον ξανάχτισε μετά την καταστροφή του στη «Στάση του Νίκα» σαν βασιλική με τρούλο. Στη σύγχρονη εποχή λειτουργεί ως μουσείο των τουρκικών πολέμων.
Η βασιλική του Στουδίου χτίστηκε το 463 επί της βασιλείαςΛέοντα του Μεγάλουαπό τον πατρίκιο Στούδιο κοντά στο θαλάσσιο τείχος και στο Επταπύργιο. Τον 8ο αι. ανακαινίστηκε και αποτέλεσε περίφημο μοναστήρι, κέντρο αντίστασης κατά των εικονομάχων. Ο ναός των Αγίων Σέργιου και Βάκχου είναι κτίσμα της εποχής του Ιουστινιανού. Κοντά του βρίσκεται το Ιερό Παλάτι. Η μονή Μυρέλαιουιδρύθηκε πάνω σε ένα ρωμαϊκό κυκλικό οικοδόμημα του 3ου ή 4ου αι. π.Χ. Ως μοναστήρι υπήρχε από τον 8ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε το 1911 από πυρκαγιά. Η μονή του Λίβα ιδρύθηκε γύρω στο 910 από το δρουγγάριο Κωνσταντίνο Λίβα. Στα τέλη του 15ου αιώνα έγινε τζαμί και το 1918 κάηκε.
Η μονή του Παντοκράτορα ανήκει στην εποχή των Κομνηνών και ήταν μια από τις σπουδαιότερες μονές της Βασιλεύουσας. Η μονή της Παμμακαρίστου (11ος αι.) ήταν έδρα του πατριαρχείου μετά την Αλωση, ως το 1586, οπότε έγινε τζαμί. Η μονή της Χώρας (Καχριέ Τζαμί), της οποίας σώζεται το καθολικό, ιδρύθηκε στα χρόνια του Ηράκλειου (7ος αι.) και αποτελεί το κυριότερο δείγμα της ομάδας των σταυροειδών με τρούλο και περίστοο ναών. Είναι διακοσμημένος με εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά και τοιχογραφίες του 14ου αι. Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου είναι ένα παλιό αιγυπτιακό μνημείο που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 390 και κοσμείται με ανάγλυφα του 4ου αι. μ.Χ., της εποχής δηλαδή που στήθηκε. Τέλος πρέπει να αναφερθούν δύο τεράστιες υπόγειες δεξαμενές νερού του 6ου αι., η Μπιν Μπιρ Ντιρέκ (χίλιες και μια κολόνες) και η Γερεμπατάν Σεράι (υπόγειο παλάτι) με πλήθος κιόνων. Το 1985 πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, όπως η Αγία Σοφία και το Σουλεϊμανιέ κ.ά., χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου