Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Υστεροβυζαντινή περίοδος (1081-1453)


Υστεροβυζαντινή περίοδος (1081-1453)

Η άμυνα του κράτους εναντίον των Νορμανδών και των Σελτζούκων Τούρκων, μαζί με τις ενέργειες κατά των εμφανισθέντων στο μεταξύ crusades mapΣταυροφόρων, αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η εξωτερική βυζαντινή πολιτική από τα τέλη του 11ου αιώνα. Την πολιτική αυτή εγκαινίασε ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, η άνοδος του οποίου στον θρόνο συμπίπτει με την έναρξη της τελευταίας περιόδου της βυζαντινής ιστορίας.

Ο Αλέξιος Α'και οι διάδοχοί του, Ιωάννης Β' και Μανουήλ Α', πέτυχαν εντυπωσιακά επιτεύγματα, που ξανάδωσαν στό Ρωμέϊκο κράτος μέρος της παλαιάς του αίγλης. Η εσωτερική όμως διάβρωση του κράτους δεν επέτρεψε μόνιμα και σταθερά αποτελέσματα, αφού μάλιστα η εχθρική πίεση τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή συνεχιζόταν διαρκώς εντονότερη.

Η μάχη του Μυριοκέφαλου (1176) έθεσε τραγικό τέρμα στην κατάσταση αυτή και το εξασθενημένο κράτος από τους διαδόχους των Κομνηνών, τους Αγγέλους, υπέκυψε τελικά στους Λατίνους της Δ' Σταυροφορίας. Η κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στο έδαφος της Ελληνικής αυτοκρατορίας, λατινικά κρατίδια, με χαλαρές φεουδαρχικές διαρθρώσεις, καθώς και οι τρείς ελληνικές ηγεμονίες της Ηπείρου, της Τραπεζούντας και της Νικαίας. Οι ελληνικές ηγεμονίες προσπάθησαν να ανακτήσουν την Πόλη και να ανασυστήσουν την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χωρίς όμως να συνεργαστούν μεταξύ τους, αντίθετα, μάλιστα, αγωνίζονταν η μία εναντίον της άλλης. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, μέ πιό άξιους ηγέτες ήταν αυτή πού βρέθηκε στό προσκήνιο των μεγάλων γεγονότων, μετά τήν άλωση του 1204.

Ο ελληνικός πληθυσμός δέχθηκε τη λατινική κυριαρχία με μίσος, όχι βέβαια μόνο εξαιτίας της υπεροψίας των κατακτητών όσο και λόγω της διαφοράς στα θέματα της πίστεως, που χώριζαν τους κατακτητές από τους κατακτημένους. Η εκκλησιαστική υποταγή των Ελλήνων στην Εκκλησία της Ρώμης είχε τυπικά πραγματοποιηθεί, όχι όμως με την ένωση των Εκκλησιών, όπως είχε ελπίσει ο πάπας, αλλά με τη βία των κατακτητών. Οι Γραικοί βλέποντας ξένους νά πατούν τά σπίτια τους καί νά βεβηλώνουν τούς ναούς τους απόκτησαν συνάισθηση της διαφορετικότητάς τους, απόκτησαν εθνική συνείδηση η οποία μετατράπηκε σέ εθνικισμό καί αυτός μέ τή σειρά του μετεβλήθη σέ έναν ατελείωτο αγώνα γιά επανάκτηση των εδαφών καί γιά απελευθέρωση της ρωμέϊκης πατρίδας.

Οι Λατίνοι δεν εκτίμησαν σωστά τη σπουδαιότητα της Μικράς Ασίας και το γεγονός αυτό είχε μοιραίες συνέπειες γι' αυτούς. Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός προωθήθηκε στη Θεσσαλονίκη και αγνόησε τη Μικρά Ασία, τότε συγκεντρώθηκαν εκεί γύρω από το Θεόδωρο Λάσκαρη όλες οι πιστές στο κράτος δυνάμεις των Βυζαντινών. Τό κράτος της Νίκαιας, στα πρώτα του βήματα συνάντησε ακατανίκητες δυσκολίες. Η παλαιά οργάνωση είχε διαλυθεί. ΣτηΦιλαδέλφεια είχε επιβληθεί ως ανεξάρτητος ηγεμόνας ο Θεόδωρος Μαγκαφάς, στην κοιλάδα του Μαιάνδρου ο Μανουήλ Μαυροζώμης και στη Σαμψούντα, κοντά στη Μίλητο, ο Σάββας Ασιδηνός. Ο Δαυΐδ Κομνηνός προέλαυνε από τα ανατολικά κατά μήκος των ακτών. Οι Λατίνοι επιχείρησαν τώρα να καλύψουν το κενό που άφησαν. Ο αδελφός του Βαλδουίνου, Ερρίκος της Φλάνδρας, και οι σύμμαχοι ιππότες του κόμη Λουδοβίκου de Blois, που σύμφωνα με τη συνθήκη διαμελισμού έπρεπε να λάβει τη Νίκαια, ξεκίνησαν στα τέλη του 1204 να καταλάβουν τα εδάφη της Μικράς Ασίας. Πριν οι Γραικοί μπορέσουν να εγκατασταθούν εδώ σταθερά και πριν προλάβουν να οργανωθούν πολιτικά και στρατιωτικά, βρέθηκαν στην ανάγκη να πολεμήσουν με τις υπέρτερες δυνάμεις των Λατίνων. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης νικήθηκε κοντά στο Ποιμανηνό και στη συνέχεια οι περισσότερες πόλεις της Βιθυνίας έπεσαν στα χέρια των Λατίνων. Η υπόθεση των Βυζαντινών φάνηκε να χάνεται και στη Μικρά Ασία. Η καταστροφή όμως που έπεσε στη λατινική αυτοκρατορία στα Βαλκάνια σε μια κρίσιμη στιγμή έφερε στους Έλληνες την ανέλπιστη σωτηρία.

Η βυζαντινή αριστοκρατία των γαιοκτημόνων της Θράκης ήταν αρχικά πρόθυμη να αναγνωρίσει τη λατινική κυριαρχία και να υπηρετήσει τους νέους δυνάστες, με τον όρο βέβαια ότι θα διατηρούσε τις προηγούμενες κτήσεις και τα προνοιακά τιμάριά της. Οι Λατίνοι όμως με μυωπική υπεροψία απέρριψαν την προσφορά της συνεργάσιμης ελληνικής αριστοκρατίας και ακόμη πίστεψαν ότι μπορούσαν να αγνοήσουν τον πανίσχυρο βούλγαρο τσάρο, που ήταν κι αυτός πρόθυμος για διαπραγματεύσεις. Η προσβολή αυτή εξόργισε την αριστοκρατία της Θράκης, που εξεγέρθηκε εναντίον της λατινικής κυριαρχίας. Προσκάλεσε στη χώρα τον τσάρο Καλογιάννη και του πρόσφερε τις υπηρεσίες της και το αυτοκρατορικό στέμμα. Η επανάσταση επεκτάθηκε ταχύτατα. Πρώτα στο αυτοκρατορικό Διδυμότειχο και ύστερα στη βενετική Αδριανούπολη καθώς και σε πολλές άλλες θρακικές πόλεις οι λατινικές δυνάμεις κατοχής σφάχθηκαν ή αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν. Ο Καλογιάννης εισέβαλε στη Θράκη και βρέθηκε αντιμέτωπος με τους Λατίνους στα περίχωρα της Αδριανουπόλεως. Στις 14 Απριλίου 1205 έγινε εδώ μια αξιομνημόνευτη μάχη, στην οποία ο λατινικός στρατός των ιπποτών αφανίσθηκε ολοκληρωτικά από τα βουλγαρικά και κουμανικά στρατεύματα του Καλογιάννη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος, χωρίς ποτέ πια να ελευθερωθεί, και πολλοί επιφανείς Φράγκοι ιππότες βρήκαν το θάνατο, όπως ο επίδοξος βασιλιάς της Νίκαιας Λουδοβίκος de Blois. Έτσι ακριβώς ένα χρόνο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, η δύναμη των Λατίνων είχε καταρρεύσει. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε τώρα ελεύθερο πεδίο δράσεως, γιατί οι Λατίνοι αποσύρθηκαν από τη Μικρά Ασία και διατήρησαν στην κατοχή τους μόνο την πόλη Πηγαί.

Στον αγώνα του εναντίον της δυνάμεως των αντίπαλων Μεγάλων Κομνηνών και εναντίον των τοπικών ηγεμόνων της Μικράς Ασίας ο Θεόδωρος Λάσκαρης εδραίωσε σταθερά την εξουσία του στη δυτική Μικρά Ασία και προχώρησε στην οργάνωση του νέου ρωμέϊκου κράτους με κέντρο τηΝίκαια. Στην εξωτερική διάρθρωση ακολούθησε σε κάθε λεπτομέρεια τα πρότυπα του παλαιού Βυζαντίου. Στη θέση του τίτλου "Δεσπότης", που έφερε ως τώρα, ο Θεόδωρος έλαβε τον τίτλο του"Αυτοκράτορα". Ο λόγιος Μιχαήλ Αυτοριανός ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο και τέλεσε τη στέψη και το χρίσμα του Θεόδωρου σε αυτοκράτορα τό έτος 1208. Σελτζούκοι ΤούρκοιΒέβαια ο Θεόδωρος θεωρούσε τον εαυτό του και ενωρίτερα ως αυτοκράτορα και είχε αναγνωρισθεί από τους πιστούς ακολούθους του, ωστόσο η επίσημη στέψη και το χρίσμα από τον πατριάρχη τον καθιέρωσαν στο αξίωμά του, στο οποίο και έδωσαν την τέλεια αυτοκρατορική σημασία του. Ως βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρηςδιαδέχθηκε τους βυζαντινούς αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως. Στο εξής αναγνωριζόταν πλέον ως ο μοναδικός και νόμιμος αυτοκράτορας των Βυζαντινών όπως και ο πατριάρχης, που διέμενε στη Νίκαια και έφερε τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσθηκε ως η μοναδική και νόμιμη κεφαλή της ελληνικής Εκκλησίας. Στον λατίνο αυτοκράτορα και στον λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως αντιτάχθηκαν στη Νίκαια ένας βυζαντινός αυτοκράτορας και ένας βυζαντινός πατριάρχης. Η Νίκαια έγινε το πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, που είχε εκδιωχθεί από την παλαίφατη πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη.

Η εξάλειψη του ελληνικού αυτού κράτους, τη σύσταση του οποίου δεν είχε κατορθώσει να αποτρέψει, ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη λατινική αυτοκρατορία. Τη θέση του Βαλδουίνου κατέλαβε ο ικανός αδελφός του Ερρίκος. Αρχικά ως τοποτηρητής του θρόνου και ύστερα ως αυτοκράτωρ ο Ερρίκος άσκησε τη διακυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη με μεγάλη περίσκεψη. Αποκατέστησε σε μεγάλη έκταση τη λατινική κυριαρχία στη Θράκη, αφού η συνεργασία Ελλήνων και Βουλγάρων δεν διήρκεσε για πολύ. Ο Ερρίκος, σε αντίθεση με τον Βαλδουίνο, τήρησε πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους Έλληνες και πέτυχε να προσεταιρισθεί ένα μέρος της ελληνικής αριστοκρατίας.

Στα τέλη του 1206 ο Ερρίκος εισέβαλε και πάλι επικεφαλής του λατινικού στρατού στη Μικρά Ασία. Εξαιτίας όμως νέων επιδρομών του Καλογιάννη αναγκάσθηκε να διακόψει τον πόλεμο και την άνοιξη του 1207 συμφώνησε με το Λάσκαρη εκεχειρία για δύο χρόνια. Ο βουλγαρικός όμως κίνδυνος δεν απείλησε για μακρύ χρόνο τη λατινική αυτοκρατορία, γιατί ο Καλογιάννης σκοτώθηκε στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1207. Ο ελληνικός πληθυσμός της Θράκης και της Μακεδονίας δεινοπαθούσε εξίσου όπως και ο λατινικός πληθυσμός κάτω από τις τρομερές βουλγαρικές επιδρομές. Οι Βυζαντινοί διατηρούσαν ζοφερή ανάμνηση από τον «ρωμαιοκτόνο», όπως συνήθιζε να ονομάζει τον εαυτό του ο Καλογιάννης κατά το παράδειγμα του«βουλγαροκτόνου» Βασιλείου Β'. Είναι όμως γεγονός ότι μόνο ο Καλογιάννης έσωσε τη νεοσύστατη βυζαντινή αυτοκρατορία της Μικράς Ασίας από την καταστροφή.

Η αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν είχε μόνο να ανεχθεί τη λατινική Κωνσταντινούπολη, αλλά και να υπομείνει ένα σκληρό πόλεμο εναντίον του σουλτανάτου του Ικονίου. Η μεταφορά του βυζαντινού κέντρου στη Μικρά Ασία όξυνε τις παλαιές αντιθέσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς και στους Σελτζούκους, γιατί εμπόδιζε την προέλαση των Σελτζούκων στα παράλια. Με τη μεσολάβηση της Βενετίας, ο σουλτάνος Ghijaseddin Kajchusraw Α' έκλεισε το έτος 1209 μια μυστική συμμαχία με τη λατινική αυτοκρατορία. Από την μεριά του ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήρθε σε επαφές με τονβασιλιά της Μικράς Αρμενίας Λέοντα Β' στην Κιλικία, ο οποίος επίσης αισθανόταν την απειλή τουΒυζαντινοί στρατιώτεςσουλτανάτου του Ικονίου. Μια βολική αφορμή για πόλεμο εναντίον της νεαρής ελληνικής αυτοκρατορίας πρόσφερε στους Σελτζούκους ο άλλοτε αυτοκράτορας Αλέξιος Γ', ο οποίος κατέλυσε στην αυλή του σουλτάνου του Ικονίου ύστερα από μακρόχρονη διαμονή στην Ευρώπη. Ο σουλτάνος μπορούσε τώρα να εμφανίσει τα κατακτητικά του σχέδια με το πρόσχημα της δήθεν νόμιμης αξιώσεως, σύμφωνα με την οποία οΘεόδωρος Λάσκαρηςέπρεπε να παραχωρήσει το θρόνο στον πεθερό του. Οι μάχες που έγιναν γύρω από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου ήταν σκληρές και στοίχισαν μεγάλες απώλειες στις ιδιαίτερα μέτριες δυνάμεις του αυτοκράτορα της Νικαίας, που τον πυρήνα τους αποτελούσε μια μικρή ομάδα από 800 λατίνους μισθοφόρους. Ωστόσο κέρδισε τη νίκη την άνοιξη του 1211. Ο σουλτάνος έπεσε στο πεδίο της μάχης, ο έκπτωτος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' συνελήφθηκε αιχμάλωτος και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα μοναστήρι της Νίκαιας. Η νίκη αυτή δεν απέφερε σημαντικά εδαφικά πλεονεκτήματα στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, είχε όμως ανυπολόγιστο ψυχολογικό αντίκτυπο. Η νεοσύστατη αυτοκρατορία αποδείχθηκε ικανή να αναλάβει τον παραδοσιακό πόλεμο εναντίον των απίστων και να ξεπεράσει τη δοκιμασία.

Στη συνέχεια αναζωπυρώθηκε ο πόλεμος εναντίον των Λατίνων. Φαίνεται ότι τότε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια διέθετε κάποιο στόλο, σκεφτόταν να επιτεθεί εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Στην πραγματικότητα όμως ο πόλεμος περιορίσθηκε σε εχθροπραξίες στα δυτικά εδάφη της Μικράς Ασίας, από τις οποίες νικητής βγήκε ο λατίνος αυτοκράτορας. Ο Ερρίκος κέρδισε μια μάχη στον ποταμό Ρύνδακο (15 Οκτωβρίου 1211) και προέλασε ως την Πέργαμο και το Νυμφαίο. Ωστόσο οι αψιμαχίες αυτές δεν έκριναν την τύχη του πολέμου, στον οποίο και οι δυο πλευρές χρησιμοποιούσαν ελάχιστες δυνάμεις. Και οι δυο παρατάξεις είχαν εξαντληθεί, και στα τέλη του 1214 συμφωνήθηκε στο Νυμφαίο συνθήκη ειρήνης, που καθόριζε τα σύνορα ανάμεσα στη βυζαντινή και τη λατινική αυτοκρατορία. Οι Λατίνοι κράτησαν τη βορειο - δυτική γωνία της Μικράς Ασίας ως το Αδραμύττιο στα νότια, ενώ η λοιπή περιοχή, ως τα σύνορα με το σουλτανάτο των Σελτζούκων, έμεινε στην κατοχή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Με τον τρόπο αυτό και προσωρινά οι δυο αυτοκρατορίες αναγνώρισαν αμοιβαία το δικαίωμα υπάρξεως. Καμιά από τις δυο δεν ήταν σε θέση να εξοντώσει την άλλη. Έτσι επικράτησε σχετική ισορροπία καθώς και σχετική σταθερότητα στις σχέσεις τους.

Η περίοδος αυτή της σταθερότητας έφερε σύντομα την οικονομική ευμάρεια της αυτοκρατορίας της Νικαίας, ενώ αντίθετα μετά το θάνατο του Ερρίκου το 1216 επιταχύνθηκε η παρακμή της λατινικής Κωνσταντινουπόλεως. Στο μεταξύ διατηρήθηκε η ειρήνη ανάμεσα στη Νίκαια και στους Λατίνους. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης παντρεύθηκε σε τρίτο γάμο την κόρη της αυτοκράτειρας Γιολάντας, Μαρία, που ήταν ανεψιά των δύο πρώτων λατίνων αυτοκρατόρων. Τον Αύγουστο του 1219 έκλεισε μια συνθήκη με τη βενετική podesta της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία εξασφάλιζε στους Βενετούς πλήρη ελευθερία εμπορίου και δασμών στην αυτοκρατορία της Νικαίας, όπως συνέβαινε και στο παλαιό Βυζάντιο. Δεν δίστασε να δεχθεί το Δόγη της Βενετίας ως Δεσπότη και Κυρίαρχο του τέταρτου και του μισού τέταρτου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο επίσημο όμως αυτό έγγραφο ονόμασε τον εαυτό του με τα λόγια: "Theodorus in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus Comnanus Lascarus".

Σημαντικό επακόλουθο της συμφωνίας ανάμεσα στη Νίκαια και τους Λατίνους ήταν η κατάρρευση της δυνάμεως των Μεγάλων Κομνηνών στις ακτές του Πόντου. Ο Δαυΐδ Κομνηνός είχε γίνει υποτελής στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως και διεξήγαγε τον πόλεμο εναντίον του Θεοδώρου Λάσκαρη με την υποστήριξη των Λατίνων. Όταν όμως εγκαταλείφθηκε στις δικές του δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος προσάρτησε το 1214 ολόκληρη την επικράτεια του Δαυΐδ, που βρισκόταν δυτικά της Σινώπης με τις πόλειςΗράκλεια και Αμαστρη και έτσι εξασφάλισε μια ισχυρή θέση στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Τη στιγμή όμως αυτή επενέβησαν οι Σελτζούκοι. Κατέλαβαν τη Σινώπη, νίκησαν και συνέλαβαν αιχμάλωτο τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό και στη συνέχεια τον αποκατέστησαν στο θρόνο της Τραπεζούντος ως υποτελή του σουλτάνου του Ικονίου. Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος περιορίσθηκε πια σε μια μικρή λωρίδα γης και αποκόπηκε από τη δυτική Μικρά Ασία με την κατάληψη της Σινώπης από τους Σελτζούκους. Η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική εξέλιξη της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, η ασήμαντη και απομακρυσμένη αυτή αυτοκρατορία δεν άσκησε ουσιαστική επίδραση στη γενικότερη ανάπτυξη του Βυζαντίου. Έζησε σε απομόνωση για 250 χρόνια, καί έπεσε στις 15 Αυγούστου 1461.

Μεγαλύτερη σημασία απέκτησε η ηγεμονία της Ηπείρου. Ο δραστήριος και επιδέξιος Μιχαήλ Αγγελος είχε υποτάξει την περιοχή από το Δυρράχιο ως τον Κορινθιακό Κόλπο, στην οποία και εγκαθίδρυσε ένα αυστηρό στρατιωτικό καθεστώς με κέντρο την Αρτα. Το κράτος της Ηπείρου, που περιλάμβανε την Ήπειρο, την Ακαρνανία και την Αιτωλία, διαρθρώθηκε ως ανεξάρτητη βυζαντινή ηγεμονία. Όπως η αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, το ίδιο και η Ήπειρος στη Βαλκανική Χερσόνησο έγινε για το Βυζάντιο κέντρο της πολιτιστικής επιβιώσεώς του και πυρήνας έλξεως πολιτικών δυνάμεων. Την περίοδο της πολιτικής του αναπτύξεως και της εσωτερικής του σταθερότητας ακολούθησε και εδώ, όπως και στη Νίκαια, μια εποχή νικηφόρου επεκτάσεως. Ο τελικός στόχος, που οραματίζονταν και τα δύο ελληνικά κέντρα, ήταν η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και η παλινόρθωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Τον ιδρυτή του ηπειρωτικού κράτους Μιχαήλ Αγγελο διαδέχθηκε στο θρόνο το 1215 ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος. Είχε διαμείνει σημαντικό χρόνο στην περιοχή της Νικαίας με το Θεόδωρο Α' Λάσκαρη ύστερα από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και έφθασε στην ηπειρωτική αυλή της Αρτας μόνο κατόπιν της επιμονής του αδελφού του. Είχε δώσει στον αυτοκράτορα της Νίκαιας τον όρκο πίστεως όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι ιστοριογράφοι της Νίκαιας, αναγνωρίζοντας έτσι το πρωτείο του. Ωστόσο έγινε αναπόφευκτη η αντιζηλία ανάμεσα στα δύο αυτά βυζαντινά κέντρα, αφού και τα δύο εμπνέονταν από τα ίδια ιδανικά και επιδίωκαν τον ίδιο στόχο. Ο ανταγωνισμός ξέσπασε με οξύτητα και μάλιστα στα χρόνια του δυναμικού και φιλόδοξου Θεοδώρου, ο οποίος με υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση απέδιδε στον εαυτό του και τα τρία βασιλικά ονόματα του Αγγέλου, του Δούκα και του Κομνηνού. Μάλιστα ξεπέρασε σε τόλμη και δραστηριότητα τον προκάτοχό του. Κάτω από την εξουσία του το κράτος της δυτικής Ελλάδος έζησε περίοδο ακάθεκτης ανόδου.

Η πρώτη πράξη του Θεοδώρου, που διέδωσε τη φήμη του και έξω από τα σύνορα του ηπειρωτικού κράτους, ήταν η τολμηρή επίθεσή του εναντίον του νεοκλεγμένου βασιλιά Πέτρου Κουρτενέ, του συζύγου της Γιολάντας, της αδελφής του Βαλδουίνου και του Ερρίκου. Ο Πέτρος έπεσε στα χέρια του Θεοδώρου, έπειτα από ενέδρα στις ορεινές διαβάσεις της Αλβανίας, και τερμάτισε τη ζωή του ως αιχμάλωτος στην Ήπειρο. Την αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη ανέλαβε η σύζυγός τουΓιολάντα και όταν πέθανε κι αυτή το έτος 1219 το βασιλικό στέμμα της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθε στον ασθενικό γιο της Ροβέρτο.

Στο μεταξύ ο Θεόδωρος Αγγελος Δούκας Κομνηνός άρχισε έναν μεγαλόπνοο πόλεμο εναντίον τωνΛατίνων. Αρχικά στράφηκε εναντίον του γειτονικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Οι συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές γι' αυτόν. Το βασίλειο, του οποίου ο ιδρυτής Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός είχε πέσει στον πόλεμο με τους Βουλγάρους το 1207, είχε παραλύσει ύστερα από την αποχώρηση στη Δύση πολλών από τους ιππότες του και δεν είχε πια τη σταθερή υποστήριξη που διέθετε στα χρόνια του Ερρίκου από τη λατινική Κωνσταντινούπολη. Έτσι έγινε βορά του τολμηρού ηγεμόνα της Ηπείρου, ο οποίος στα τέλη του 1224 ύστερα από μακρά πολιορκία εισήλθε στη Θεσσαλονίκη. Ένα από τα κράτη των σταυροφόρων, που είχαν ιδρυθεί πάνω σε βυζαντινό έδαφος, έπαυσε πια να υπάρχει. Η εξουσία του Θεοδώρου Αγγέλου επεκτεινόταν από την Αδριατική ως το Αιγαίο Πέλαγος, περικλείοντας τα παλαιά εδάφη του ηπειρωτικού κράτους, τη Θεσσαλία και ένα σημαντικό τμήμα της Μακεδονίας.

Στηριζόμενος στη θεαματική αυτή επιτυχία του ο Θεόδωρος φόρεσε την αυτοκρατορική πορφύρα. Τώρα πια ονόμαζε τον εαυτό του "βασιλέα και αυτοκράτορα 'Pωμαίων", γεγονός που σήμαινε ότι αξίωνε για τον εαυτό του την κληρονομιά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου και την αρχηγία στον πόλεμο για την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και ότι ερχόταν σε ανοιχτή αντίθεση με την αυτοκρατορία της Νικαίας. Η πτώση του βασιλείου της Θεσσαλονίκης στέρησε τη λατινική αυτοκρατορία από τον πιο σημαντικό δορυφόρο της. Η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς ήταν περιορισμένη στις περιοχές γύρω από την πρωτεύουσα, αποκομμένη από τα φραγκικά κρατίδια της Ελλάδος, αποδυναμωμένη στο εσωτερικό και ακέφαλη, βρισκόταν στο χείλος της καταρρεύσεως.

Τον αυτοκρατορικό θρόνο της Νίκαιας κληροδότησε ο ιδρυτής του Θεόδωρος Α' Λάσκαρης στο γαμβρό του Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, το σύζυγο της έξυπνης και λόγιας Ειρήνης. Ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222 - 1254) είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος πολιτικός της περιόδου της Νίκαιας και ένας από τους πιο σημαντικούς ηγεμόνες της Βυζαντινοί στρατιώτεςβυζαντινής ιστορίας. Στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική σταθεροποίησε με εκπληκτικό τρόπο το έργο του προκατόχου του και έτσι ανύψωσε την μικρή αυτοκρατορία, που ήταν περιορισμένη στην έκταση μιας επαρχίας, σε μεγάλη δύναμη. Οπωσδήποτε την επιτυχία αυτή διευκόλυναν η αδυναμία της λατινικής αυτοκρατορίας και τα σφάλματα του έλληνα και του βούλγαρου αντιπάλου του.

Ήδη από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του η ισορροπία δυνάμεων στη Μικρά Ασίαμετατοπίσθηκε ουσιαστικά σε όφελος της Νίκαιας. Η ανταρσία των αδελφών του Θεοδώρου Α', που αποπειράθηκαν με την υποστήριξη των Λατίνων να σφετερισθούν το στέμμα από το Βατάτζη, καταπνίγηκε και τελικά απέβη προς όφελος του αυτοκράτορα και της επικράτειάς του. Κοντά στο Ποιμανηνό, όπου πριν είκοσι χρόνια είχε υποκύψει ο Θεόδωρος Λάσκαρης στους Λατίνους, ο Ιωάννης Βατάτζης κέρδισε μια νίκη εναντίον των λατινικών δυνάμεων, που υποστήριζαν τους αντίζηλους διεκδικητές του θρόνου, και στη συνέχεια υπέταξε σχεδόν όλες τις λατινικές κτήσεις της Μικράς Ασίας. Με τη συνθήκη ειρήνης του 1225 οι Λατίνοι διατήρησαν πάνω στο ασιατικό έδαφος μόνο τα παράλια απέναντι από την Κωνσταντινούπολη με τα περίχωρα της Νικομήδειας. Ταυτόχρονα ο στόλος της Νίκαιας κατέλαβε τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία, ενώ αργότερα και η Ρόδος αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα του αυτοκράτορα. Έτσι η αυτοκρατορία της Νίκαιας εδραίωσε τη θέση της σε ξηρά και σε θάλασσα και γρήγορα άρχισε να εισβάλλει και στο ευρωπαϊκό έδαφος. Μία έκκληση του πληθυσμού της Αδριανουπόλεως έδωσε στο Βατάτζη την ευκαιρία να αποστείλει στρατεύματα στη Θράκη. Ο στρατός της Νίκαιας κατέλαβε πολλές παράλιες πόλεις και μπήκε, χωρίς να συναντήσει αντίσταση, στην Αδριανούπολη. Η αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη φαινόταν να πλησιάζει αφού η λατινική αυτοκρατορία ήταν ανίκανη να αντιτάξει οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση. Τη στιγμή όμως αυτή τα σχέδια του αυτοκράτορα της Νίκαιας ανακόπηκαν από τον αντίπαλό του αυτοκράτορα της Αρτας.

Ο Θεόδωρος Αγγελος προχωρούσε από νίκη σε νίκη. Εκτός από τα εδάφη του άλλοτε βασιλείου της Θεσσαλονίκης είχε στο μεταξύ υποτάξει στην εξουσία του και ένα τμήμα της Θράκης. Προέλασε στη συνέχεια εναντίον της Αδριανουπόλεως και ανάγκασε το στρατό του αυτοκράτορα της Νίκαιας να αποσυρθεί. Βέβαιος για τη νίκη του κινήθηκε γρήγορα προς την Κωνσταντινούπολη και έτσι είχε φθάσει πιο κοντά στον τελικό στόχο από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Τον ίδιο όμως στόχο επιδίωκε και ο τσάρος των Βουλγάρων Ιβάν Ασάν Β', ο οποίος τό 1230 κοντά στην Κλοκότνιτσα στον ποταμό Έβρο κατετρόπωσε τούς Ελληνες της Ηπείρου συνέλαβε καί τελικά τύφλωσε τόν Θεόδωρο Αγγελο.

Ο Ιωάννης Βατάτζης , το 1242, ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον της Θεσσαλονίκης, στην οποία τότε κυβερνούσε ο Ιωάννης με την υποστήριξη του πατέρα του Θεοδώρου Αγγέλου, που είχε ελευθερωθεί από τον Ασάν Β'. Με γρήγορη και νικηφόρο προέλαση πλησίασε την Αρτα, όταν ηεισβολή των Μογγόλων στην Μικρά Ασία τον ανάγκασε να υποχωρήσει και να συνάψει ειρήνη. Αν και η πολεμική αυτή εκστρατεία ανακόπηκε πρόωρα, εντούτοις είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Ο ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης κατέθεσε τα αυτοκρατορικά του διάσημα και αναγνώρισε τα κυριαρχικά δικαιώματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, ο οποίος σε αντάλλαγμα τού αναγνώρισε τον τίτλο του δεσπότου.

Η επιδρομή των Μογγόλων προκάλεσε μεγάλο αναβρασμό σ' ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή. Το ρωσικό κράτος υπέκυψε στους κατακτητές και κατέληξε για περισσότερο από δύο αιώνες κάτω από το ζυγό των Τατάρων, οι οποίοι ίδρυσαν στις εκβολές των ποταμών Βόλγα και Δον τη λεγόμενη «Χρυσή Ορδή». Η Πολωνία, η Σιλεσία, η Βοημία και Μοραβία, η Ουγγαρία και ολόκληρη η λεκάνη του Δούναβη λεηλατήθηκαν και οι Μογγόλοι προέλασαν ως τα παράλια της Αδριατικής. Ταυτόχρονα εισέβαλαν με την ίδια ακάθεκτη ορμή στην Εγγύς Ανατολή. Το σουλτανάτο του Ικονίου και το μικρό βασίλειο της Τραπεζούντος απειλούνταν με αφανισμό, ενώ η Νίκαια αγωνιούσε για την ύπαρξή της. Για να αποκρούσει τον κοινό κίνδυνο ο Ιωάννης Βατάτζης έκλεισε συμμαχία με το σουλτάνο του Ικονίου (1243). Ωστόσο, τα μικρά κρατίδια της Μικράς Ασίας δεν μπορούσαν να αντιτάξουν σοβαρή αντίσταση στον εχθρό, του οποίου η δύναμη επεκτεινόταν από τον Ειρηνικό Ωκεανό ως την Κεντρική Ευρώπη. Ο βασιλιάς της Τραπεζούντος, που νικήθηκε ολοκληρωτικά από τους Μογγόλους, έγινε φόρου υποτελής, το ίδιο και ο σουλτάνος του Ικονίου υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρους υποτέλειας. Με τον όρο αυτό και οι δυο παρέτειναν την άθλια ύπαρξή τους, αφού οι Μογγόλοι αποχώρησαν από τη Μικρά Ασία κυνηγώντας μεγαλύτερους στόχους. Η αυτοκρατορία όμως της Νίκαιας έμεινε ανέπαφη και μάλιστα αποκόμισε σημαντικά οφέλη από την αποδυνάμωση των ανατολικών γειτόνων της.

Ο Ιωάννης Βατάτζης μπορούσε πλέον να στρέψει πάλι την προσοχή του στις βαλκανικές χώρες και το 1246 κέρδισε μια αποφασιστική νίκη εναντίον των Βουλγάρων καθώς και του βασιλείου της Ηπείρου. Το κράτος των Βουλγάρων, η ως τώρα ισχυρότερη δύναμη πάνω στα Βαλκάνια, που τώρα ήταν υποτελής στους Τατάρους, κάτω από τη διακυβέρνηση των ανήλικων γιων του Ασάν Β', βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Χωρίς αντίσταση κατέλαβε ο Βατάτζης όλα τα εδάφη, που είχε άλλοτε αποσπάσει ο Ιβάν Ασάν Β' από τούς Ελληνες, επεξέτεινε την κυριαρχία του στη Θράκη ως τις πηγές του ποταμού Έβρου και στη Μακεδονία ως τον Αξιό. Στη συνέχεια στράφηκε με την ίδια εκπληκτική επιτυχία εναντίον της Θεσσαλονίκης, όπου οι αδύναμοι απόγονοι του τυφλωμένου Θεοδώρου διαδέχονταν ο ένας τον άλλο πάνω στον κλονισμένο θρόνο, ασκώντας μάλλον φαινομενική εξουσία. Ο Βατάτζης εισήλθε στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβριο του 1246, χωρίς καμιά αντίσταση και με την υποστήριξη μιας ισχυρής αντιπολιτεύσεως, που προσδοκούσε την άφιξή του. Ο Θεόδωρος αποζημιώθηκε με ένα κτήμα κοντά στα Βοδενά, ενώ ο γιος του Δημήτριος, ο τελευταίος ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης (1244 - 1246), οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία. Από τότε στη Θεσσαλονίκη διέμενε ως γενικός διοικητής των ευρωπαϊκών κτήσεων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος. Ο γιος του, ο μετέπειτα αυτοκράτοραςΜιχαήλ Παλαιολόγος, ανέλαβε τη διοίκηση στις Σέρρες και στο Μελένικον.

Ο Ιωάννης Βατάτζης διατηρούσε στενές επαφές με το Γερμανό Αυτοκράτορα.Φρειδερίκο Β' Χοχενστάουφεν (Hohenstaufen). Οι δυο ηγεμόνες επισφράγησαν τή συμμαχία τους με το γάμο του Ιωάννη Βατάτζη με τη νεώτερη κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ύστερα από το θάνατο της πρώτης συζύγου του, της Ειρήνης Λάσκαρη. Οι επιστολές του Φρειδερίκου προς τον Ιωάννη Βατάτζη δείχνουν ειλικρινή συμπάθεια και θαυμασμό για τους Έλληνες, τους οποίους «ο πάπας τόλμησε με αδιάντροπο τρόπο να δυσφημίσει ως αιρετικούς, αυτούς, οι οποίοι είχαν διαδώσει τη χριστιανική πίστη ως τα έσχατα όρια του κόσμου». Η συμμαχία αυτή δεν απέφερε βέβαια θετικά αποτελέσματα, ανύψωσε όμως οπωσδήποτε το γόητρο της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.

Ο Ιωάννης Βατάτζης είχε στο μεταξύ διπλασιάσει την έκταση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Οι κτήσεις του στη Μικρά Ασία ήταν απόλυτα ασφαλείς και ένα μεγάλο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου βρισκόταν κάτω από την εξουσία του. Τα επιτεύγματα του στο χώρο της εσωτερικής πολιτικής ήταν εξίσου σημαντικά όπως και οι επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική. Αγωνίσθηκε για την πληρέστερη εφαρμογή του νόμου και για την καταπολέμηση των γνωστών καταχρήσεων στη διοίκηση. Με την υποστήριξη της συζύγου του Ειρήνης Λάσκαρη επιζήτησε να απαλύνει την ένδεια και τα βάρη των φτωχών τάξεων του πληθυσμού και ίδρυσε πολλά νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οικοδόμησε μεγαλοπρεπείς ναούς που να ικανοποιούν τη βυζαντινή ευσέβεια και ανήγειρε οχυρά στις ακριτικές περιοχές για να αντιμετωπίσει τις στρατιωτικές ανάγκες. Ακολουθώντας τις καλύτερες παραδόσεις του βυζαντινού κράτους ο Ιωάννης Βατάτζης δημιούργησε στρατιωτικά αγροκτήματα και ενίσχυσε τις στρατιωτικές δυνάμεις με την μόνιμη εγκατάσταση των Κουμάνων ως στρατιωτών στις ακριτικές περιοχές - πρώτα στη Θράκη και τη Μακεδονία και ύστερα στην κοιλάδα του Μαιάνδρου και στη Φρυγία - με τον όρο της προσφοράς στρατιωτικής υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε ιδιαίτερα στην Ανατολή το σύστημα της άμυνας των συνόρων και το γεγονός αυτό θεωρεί ορθά ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης ως το πιο σημαντικό επίτευγμα του κράτους της Νίκαιας.

Τα οικονομικά μέτρα του Ιωάννη Βατάτζη αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Με την κυβέρνησή του η αυτοκρατορία της Νίκαιας δοκίμασε τέτοια οικονομική ευημερία, την οποία λίγες φορές είχε γνωρίσει ως τότε. Ο αυτοκράτορας απέδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας και της κτηνοτροφίας και πρώτος αυτός έδωσε το καλό παράδειγμα στη γεωργία. Τααυτοκρατορικά κτήματα ορίσθηκε να γίνουν πρότυπα για να δείξουν στους υπηκόους τι μπορεί να αποφέρει η φροντισμένη και συνετή οικονομική διαχείριση στην γεωργία, την αμπελοκομία και την κτηνοτροφία. Στη σύζυγό του ο αυτοκράτορας δώρισε ένα διάδημα με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους, τους οποίους απόκτησε με την πώληση των αυγών από το κτήμα του. Βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής του ήταν να καταστήσει τη χώρα οικονομικά αυτάρκη. Επιζήτησε να προστατεύσει την αυτοκρατορία από την εισαγωγή ξένων προϊόντων και να την απαλλάξει από το οικονομικό μονοπώλιο των ιταλικών πόλεων. Απαγόρευσε με κάθε αυστηρότητα στους υπηκόους του να αγοράζουν είδη πολυτελείας από το εξωτερικό. Κάθε πολίτης έπρεπε να αρκεσθεί με «ό,τι παράγει το ρωμέϊκο έδαφος και ό,τι δημιουργούν τα ρωμέϊκα χέρια». Έτσι, παρά τη μόνιμη εμπόλεμη κατάστασή της, η Νίκαια δεν δοκίμασε ποτέ έλλειψη χρημάτων. Οι νομισματικές και οικονομικές συνθήκες του κράτους της Νίκαιας στα χρόνια του Βατάτζη ήταν κατά πολύ υγιέστερες από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία στα χρόνια των τελευταίων Κομνηνών και των Αγγέλων.

Ο Ιωάννης Βατάτζης, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρές κρίσεις επιληψίας, πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1254. Τα απαράμιλλα κατορθώματά του βρήκαν τη μεγαλύτερη αναγνώριση. Μισό αιώνα μετά το θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος και ως τα πρόσφατα χρόνια η μνήμη του αγίου αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνο στην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έχτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του καθώς και στο Νυμφαίον, την αγαπημένη του κατοικία.

Ο διάδοχός του Θεόδωρος Β' Λάσκαρης (1254 - 1258) ήταν αυταρχικός και ιδιότροπος περιφρόνησε τους ισχυρούς της αυτοκρατορίας και προκάλεσε την εχθρότητά τους. Αγνόησε εντελώς τα προνόμια της αριστοκρατίας. Η σύντομη βασιλεία του Θεοδώρου Β' δεν έφερε καμιά ουσιαστική αλλαγή στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής ούτε και έφερε τους Βυζαντινούς πλησιέστερα στο στόχο τους, που ήταν η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Θεόδωρος υπέκυψε στη κληρονομική του αρρώστεια, τον Αύγουστο του 1258 σε ηλικία 36 χρόνων, το θρόνο κατέλαβε ο επταετής γιος του Ιωάννης Δ'.

Ο αυτοκράτορας είχε διορίσει ως αντιβασιλέα στη θέση του ανήλικου γιου του το φίλο του Γεώργιο Μουζάλων, αδιαφορώντας για το βαθύ μίσος, που έτρεφε η αριστοκρατία εναντίον του. Ακόμη και ο όρκος, που έδωσαν οι αριστοκράτες της αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον Μιχαήλ Παλαιολόγοπρώτα στον θνήσκοντα αυτοκράτορα και ύστερα στον ίδιο τον Γεώργιο Μουζάλων, δεν ήταν ικανός να τιθασεύσει το μίσος αυτό. Εννέα μέρες μετά το θάνατο του Θεοδώρου Β' και στη διάρκεια της επιμνημόσυνης ακολουθίας για το νεκρό αυτοκράτορα, έγινε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Γεωργίου Μουζάλων και του αδελφού του, οι οποίοι σφάχθηκαν μπροστά στην αγία τράπεζα. Η αντιβασιλεία ανατέθηκε τώρα στον Μιγαήλ Παλαιολόγο, που ήταν ο ικανότερος και επιφανέστερος εκπρόσωπος της αριστοκρατίας. Καθώς ήταν έξοχος στρατιωτικός διοικητής είχε μεγάλη εκτίμηση στο στρατό και ιδιαίτερα στους λατίνους μισθοφόρους. Ήταν πολύ συμπαθητικός χαρακτήρας και είχε κερδίσει οπαδούς σε όλες τις τάξεις, ακόμη και ανάμεσα στον πανίσχυρο κλήρο. Έτσι λοιπόν αναγορεύθηκε «Μέγας Δουξ» και αργότερα «Δεσπότης». Οι τίτλοι όμως αυτοί ήταν μόνο προβαθμίδες για την ανώτατη εξουσία. Τήν Πρωτοχρονιά του 1259 ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας του νεαρού Ιωάννη Λάσκαρη και δέχθηκε το αυτοκρατορικό στέμμα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου