Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος όφειλε την αστραπιαία άνοδό του όχι μόνο στην μοναδική ευστροφία του, αλλά και στην όξυνση της εξωτερικής καταστάσεως, η οποία απαιτούσε δυναμική πολιτική ηγεσία. Ο βασιλιάς Μανφρέδος της Σικελίας, ήταν εχθρός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1258 κατέλαβε την Κέρκυρα και στη συνέχεια το Δυρράχιον, τον Αυλώνα και το Βουθρωτό. Οηγεμόνας της Ηπείρουπαραχώρησε στον Μανφρέδο το χέρι της κόρης του με προίκα τις κατειλημμένες αυτές πόλεις και σύναψε μαζί του μία συμμαχία εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Τρίτο μέλος της συμμαχίας αυτής ήταν ο Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουΐνος της Αχαΐας.
Ο πόλεμος εναντίον της τριπλής αυτής συμμαχίας ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία για τονΜιχαήλ Η'. Τελικά βγήκε νικητής της κρίσεως αυτής που ήταν αποφασιστική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Ο αδελφός του, ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, τέθηκε επικεφαλής ενός ισχυρού στρατού με ενισχύσεις από Κουμάνους και Τούρκους εναντίον των στρατευμάτων της συμμαχίας. Το φθινόπωρο του 1259 οι δυνάμεις των συμμάχων δοκίμασαν στην κοιλάδα τηςΠελαγονίας μια συντριπτική ήττα. Οι τετρακόσιοι ιππότες, που είχε αποστείλει ο βασιλιάς Μανφρέδος, έπεσαν όλοι στο πεδίο της μάχης και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη δέσμιος. Εμεινε τρία χρόνια στη φυλακή και απελευθερώθηκε μόνο αφού δέχθηκε τελικά να υποκύψει στους όρους του Παλαιολόγου, να δώσει δηλαδή ως στρατιωτικές βάσεις στους Βυζαντινούς τα κάστρα τού Μυστρά, της Μάϊνας καί της Μονεμβασιάς.Το κράτος της Ηπείρου κινδύνευε να αφανισθεί. Ο αυτοκρατορικός στρατός εισήλθε στην Αρτα και η Ήπειρος σώθηκε από το χτύπημα αυτό μόνο χάρη στη βοήθεια, που έφθασε έγκαιρα από τη Σικελία. Επίσης και οι Σέρβοι αποχώρησαν από τις μακεδονικές πόλεις, που είχαν πρόσφατα καταλάβει.
Τώρα πια δεν υπήρχε καμιά ευρωπαϊκή δύναμη, που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην ανάκτηση του Βυζαντίου. Το μεγάλο γεγονός, το οποίο απασχολούσε τη σκέψη των Ελλήνων επί δύο γενεές και για το οποίο η διπλωματία και η στρατιωτική πολιτική είχαν προπαρασκευάσει το δρόμο με μεγάλη περίσκεψη, πραγματοποιήθηκε τελικά με εκπληκτική ευκολία. Το τέλος της σαθρής λατινικής αυτοκρατορίας και η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Βυζαντινούς οφείλονται σχεδόν στην τύχη. Όταν ο αυτοκρατορικός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος πορευόταν με μια μικρή στρατιωτική δύναμη προς τη Θράκη με την εντολή να εποπτεύσει τα βουλγαρικά σύνορα, πέρασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε την πρωτεύουσα σχεδόν αφύλακτη. Την εποχή εκείνη διαρκούσε ακόμη μια εκεχειρία, που είχε συμφωνηθεί τον Αύγουστο του 1260 για ένα χρόνο και ο βεντικός στόλος με το μεγαλύτερο μέρος της φράγκικης φρουράς είχαν αποχωρήσει για να πολιορκήσουν το οχυρό Δαφνούσιον, πάνω σε μια νησίδα του νότιου Εύξεινου Πόντου. Χωρίς χρονοτριβή επιτέθηκε ο Στρατηγόπουλος κατά της άοπλης πόλεως, την οποία και κατέλαβε με την ανατολή του ήλιου στις25 Ιουλίου 1261 χωρίς να συναντήσει σχεδόν καμιά αντίσταση. Ο Βαλδουΐνος Β' και η ακολουθία δραπέτευσαν και έτσι τελείωσε η λατινική κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 15 Αυγούστου 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' εισήλθε θριαμβευτικά στην Βασιλεύουσα.από τήν Χρυσή Πύλη. Στα 57 χρόνια της λατινικής κυριαρχίας η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει το μεγαλείο και τον πλούτο της. Τη βάρβαρη λεηλασία του 1204 ακολούθησε συστηματική σύληση των βυζαντινών θησαυρών. Τα μεγάλα έργα τέχνης είχε διοχετεύσει η λατινική αυτοκρατορία στη Δύση γιατί με την αγωνία και την ένδεια, νόμιζε ότι χαρίζοντάς τα θα διατηρούσε την εύνοια των δυτικών δυνάμεων. Οι εκκλησίες είχαν ερημωθεί από τους θησαυρούς και από τα άγια λείψανά τους και το ανάκτορο των Βλαχερνών βρισκόταν σε ερείπια. Παρά ταύτα ο βυζαντινός λαός πανηγύρισε με μεγάλο ενθουσιασμό το γεγονός. Η είσοδος του αυτοκράτορα στην ελευθερωμένη πόλη πήρε τη μορφή θρησκευτικής πανηγυρεως. Ο λαός προϋπάντησε τον Μιχαήλ Η' με την εικόνα της Οδηγήτριας, που πιστευόταν ότι ήταν έργο του ευαγγελιστή Λουκά. Ο αυτοκράτορας πορεύθηκε πεζός, με την ιερή πομπή στη μονή Στουδίου και ύστερα στην Αγία Σοφία. Στο ναό αυτό που αποδόθηκε πάλι στην ορθόδοξη πίστη και όπου οι παλαιοί βυζαντινοί αυτοκράτορες δέχονταν κατά παράδοση το διάδημα, τέλεσε ο πατριάρχης τη βασιλική στέψη για δεύτερη φορά στον Μιχαήλ και τη σύζυγό του Θεοδώρα, το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Η λατρευτική αυτή πράξη συμβόλιζε την αναγέννηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βασιλίδα Πόλη, που ανασταινόταν σε μια νέα ζωή. Ο νόμιμος αυτοκράτορας Ιωάννης Δ' Λάσκαρης κρατήθηκε μακριά από όλες τις τελετές και μερικούς μήνες αργότερα ο Μιχαήλ Η' τύφλωσε τον άτυχο νεανία.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία κυριαρχούσε στα νοτιοανατολικά από την εποχή του Ιωάννη Βατάτζη, μόνο όμως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως κατόρθωσε να επιβληθεί και πάλι ως μεγάλη δύναμη. Η επανάκτηση της παλαιάς πρωτεύουσας ήταν το αποτέλεσμα των πολιτικών και στρατιωτικών επιτυχιών των προηγούμενων δεκαετιών και οι Βυζαντινοί έδρεψαν την επιτυχία ως ώριμο καρπό. Ωστόσο με την ανάκτηση της Βασιλίδας του Βοσπόρου η θέση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα πλαίσια του τότε κόσμου μεταβλήθηκε μονομιάς. Το Βυζάντιο έγινε πάλι αποφασιστικός παράγοντας στην διαμόρφωση της πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών και αποτέλεσε ένα από τα κέντρα, που καθόριζαν την πολιτική των μεσογειακών δυνάμεων.
Η λατινική όμως κυριαρχία είχε αφήσει πίσω της βαθειά ίχνη και είχε πληγώσει το βυζαντινό κρατικό σώμα, σε βαθμό που η παλινόρθωση δεν μπορούσε πια να θεραπεύσει. Η κεφαλή, η Κωνσταντινούπολη, στηριζόταν σε ένα αποδυναμωμένο σώμα, που ήταν εκτεθειμένο σε κινδύνους από όλα τα μέτωπα. Τα ιταλικά ναυτικά κράτη δέσποζαν στα βυζαντινά ύδατα, οι αποικίες τους βρίσκονταν εγκατεσπαρμένες σε όλη την αυτοκρατορία και τα περισσότερα νησιά της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου ήταν στην εξουσία τους. Ευρωπαϊκές επαρχίες βρισκόταν κάτω από φραγκική κυριαρχία, ενώτα δύο βασίλεια της Βουλγαρίας και της Σερβίαςείχαν αναπτυχθεί σε υπολογίσιμες δυνάμεις. Στη Δύση η παλινορθωμένη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει όλες εκείνες τις εχθρικές δυνάμεις, που είχαν άλλοτε συμφέρον από την επιβίωση της λατινικής αυτοκρατορίας. Στά ανατολικά οι Σελτζούκοι Τούρκοι πάντοτε απέβλεπαν σέ παραπέρα εξάπλωσή τους πρός δυσμάς. Οι Ελληνες ήταν περικυκλωμένοι από όλες τίς κατευθύνσεις από εχθρικά διακείμενους γείτονες.
Τά χειρότερα ήρθαν τό 1354, όταν ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε από τήν Ανατολή: οι Οθωμανοί Τούρκοι. Αφού κατέκτησαν τη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ευρώπη καιπερικύκλωναν βαθμιαία και μεθοδικά την Πόλη, καταλαμβάνοντας τις τελευταίες ελλαδικές κτήσεις του κράτους και καταλύοντας τα νοτιοσλαβικά κράτη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τους εμφύλιους πολέμους των βυζαντινών, οι οποίοι αποδυνάμωσαν το κράτος και επέτρεψαν στους αντιπάλους του να επεκταθούν άκοπα. Μάταια το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια, προσφέροντας σε αντάλλαγμα την εκκλησιαστική υποταγή στον πάπα. Οι Δυτικοί δεν έστειλαν αποτελεσματική βοήθεια, οι εκστρατείες που επιχείρησαν εναντίον των Τούρκων απέτυχαν οικτρά και στην τελική τουρκική επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης, ο μεγάλος Ελληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος δεν είχε να αντιπαρατάξει παρά τη θυσία του, που την επισφράγισε με τον θάνατό του τα χαράματα της 29ης Μαΐου του 1453.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε με την ίδρυση της βασιλίδας στο Βόσπορο από το Μέγα Κωνσταντίνο και αφανίσθηκε με την άλωση της ίδιας πόλεως υπό τον τελευταίο Κωνσταντίνο. Βέβαια ο Μοριάς στη νότια Ελλάδα και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επέζησαν για λίγα ακόμη χρόνια. Η υποταγή τους όμως δεν αποτελούσε πια για τους Τούρκους σοβαρό πρόβλημα. Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως δημιούργησε μια γέφυρα ανάμεσα στις ασιατικές και τις ευρωπαϊκές κτήσεις των Οθωμανών. Εξασφάλισε την ενότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και έδωσε νέα ώθηση στα κατακτητικά της σχέδια. Το πανίσχυρο τουρκικό κράτος ταχύτατα απορρόφησε τα κατάλοιπα των ελληνικών όπως και των λατινικών και σλαβικών κτήσεων στα Βαλκάνια Το 1456 έπεσε η Αθήνα στα χέρια των Οθωμανών και ο Παρθενώνας, που για χίλια χρόνια ήταν αφιερωμένος στη Θεοτόκο, μεταβλήθηκε σε τουρκικό τζαμί. Το 1460 τερματίσθηκε και η κυριαρχία των Βυζαντινών στο Μοριά. Ο Θωμάς δραπέτευσε στην Ιταλία, ενώ ο Δημήτριος, που ήταν εχθρός των Λατίνων, κατέληξε στην αυλή του σουλτάνου. Το Σεπτέμβριο του 1461 έπεσε και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και έτσι υποτάγηκε στην τουρκική κυριαρχία και το τελευταίο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το σερβικό δεσποτάτο είχε υποκύψει από τα 1459, το 1463 ακολούθησε το βασίλειο της Βοσνίας και πριν από το τέλος του αιώνα καταλήφθηκαν από τους Τούρκους και οι υπόλοιπες σλαβικές και αλβανικές περιοχές ως την Αδριατική. Έτσι ιδρύθηκε πάλι μια νέα αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τη Μεσοποταμία ως την Αδριατική με φυσικό της κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ήταν η τουρκική αυτοκρατορία, που ορθώθηκε πάνω στα ερείπια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και που έμελλε να επανενώσει μια φορά ακόμη τις παλαιές βυζαντινές χώρες σε ένα κράτος για πολλούς αιώνες.
Η συμβολή των Ελλήνων λογίων στην ιταλική και κατ' επέκτασιν στην ευρωπαϊκή αναγέννηση ήταν καθοριστική. Εγκατέλειψαν τήν πατρίδα τους αλλά πήραν μαζί τους τόν πλούτο της πού ήταν οι θησαυροί της αρχαιοελληνικής γραμματείας, Η άποψη αυτή οφείλεται στους ίδιους τους Ιταλούς ανθρωπιστές του δέκατου πέμπτου αιώνα, που μιλούσαν με θαυμασμό για τους Βυζαντινούς δασκάλους τους και για τους νέους ορίζοντες που ανακάλυψαν από την συνεργασία μαζί τους. Ετσι τό Βυζάντιο καί διατήρησε γιά 10 αιώνες τήν κληρονομιά του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού (Δίκαιο, Φιλοσοφία, Τέχνες) καί τη μετέδωσε στον νεότερο κόσμο μέ αποτέλεσμα τόν Ουμανισμό και τήνΑναγέννηση της Δυτικής Ευρώπης. Χωρίς την αντιγραφική και υπομνηματική εργασία των Βυζαντινών τα αρχαία κείμενα θα είχαν εξαφανισθεί. Επίσης επηρέασε πολιτιστικά και θρησκευτικά όλη την Ανατολική Ευρώπη (κυριλικό αλφάβητο, εκχριστιανισμός) καί υπήρξε προπύργιο κατά των εφόδων των βαρβάρων της Ασίας, προστατεύοντας για πολλούς αιώνες την Ευρώπη και διασώζοντάς την από την εξαθλίωση.
Το Βυζάντιο αλώθηκε το 1453, οι πνευματικές όμως και πολιτικές του παραδόσεις επέζησαν και συνέχισαν να επιδρούν τόσο στα παλαιά βυζαντινά εδάφη όσο και έξω από τα παλαιά όρια της αυτοκρατορίας, γονιμοποιώντας την κρατική και πολιτιστική ζωή των ευρωπαϊκών λαών. Η χριστιανική θρησκεία στην ιδιαίτερη ελληνική της έκφραση, ως η πεμπτουσία της βυζαντινής πνευματικότητας και συνάμα ως αντίποδας προς τον ρωμαϊκό καθολικισμό, παρέμεινε για τους Έλληνες καθώς και για τους νότιους και ανατολικούς Σλάβους το άγιον των αγίων τους. Στους αιώνες της τουρκικής δουλείας η ορθόδοξη πίστη ήταν για τους Έλληνες, τους Βουλγάρους και τους Νοτιοσλάβους η έκφραση της πνευματικής και εθνικής τους ταυτότητας, και προφύλαξε τους βαλκανικούς λαούς από τον αφανισμό μέσα στην τουρκική πλημμύρα. Αυτή έκανε δυνατή και την εθνική τους αναγέννηση τον δέκατο ένατο αιώνα.
Η Ορθοδοξία ήταν επίσης το πνευματικό λάβαρο, κάτω από το οποίο συνενώθηκαν οι ρωσικές χώρες και το κράτος της Μόσχας πέτυχε να ανυψωθεί σε μεγάλη δύναμη. Μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και των σλαβικών βασιλείων η Μόσχα αποτίναξε οριστικά τον ταταρικό ζυγό και έγινε, ως η μόνη ορθόδοξη ηγεμονία, το φυσικό κέντρο του ορθόδοξου κόσμου. Ο Ιβάν Γ',ο μεγάλος ελευθερωτής και θεμελιωτής της ενότητας των ρωσικών χωρών, παντρεύθηκε την Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου καί ανηψιά του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Υιοθέτησε το βυζαντινό δικέφαλο αετό στα λάβαρά του και εισήγαγε στη Μόσχα το βυζαντινό τελετουργικό. Γρήγορα η Ρωσία ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στη χριστιανική Ανατολή, τον οποίο κατείχε ως τότε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Αφού η Κωνσταντινούπολη ήταν η νέα Ρώμη, η Μόσχα γινόταν τώρα η «τρίτη Ρώμη». Η πνευματική κληρονομιά του Βυζαντίου, η πίστη του, οι πολιτικές του ιδέες και η πνευματικότητά του επέζησαν διά μέσου των αιώνων στη ρωσική αυτοκρατορία.
Ο πόλεμος εναντίον της τριπλής αυτής συμμαχίας ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία για τονΜιχαήλ Η'. Τελικά βγήκε νικητής της κρίσεως αυτής που ήταν αποφασιστική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Ο αδελφός του, ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, τέθηκε επικεφαλής ενός ισχυρού στρατού με ενισχύσεις από Κουμάνους και Τούρκους εναντίον των στρατευμάτων της συμμαχίας. Το φθινόπωρο του 1259 οι δυνάμεις των συμμάχων δοκίμασαν στην κοιλάδα τηςΠελαγονίας μια συντριπτική ήττα. Οι τετρακόσιοι ιππότες, που είχε αποστείλει ο βασιλιάς Μανφρέδος, έπεσαν όλοι στο πεδίο της μάχης και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη δέσμιος. Εμεινε τρία χρόνια στη φυλακή και απελευθερώθηκε μόνο αφού δέχθηκε τελικά να υποκύψει στους όρους του Παλαιολόγου, να δώσει δηλαδή ως στρατιωτικές βάσεις στους Βυζαντινούς τα κάστρα τού Μυστρά, της Μάϊνας καί της Μονεμβασιάς.Το κράτος της Ηπείρου κινδύνευε να αφανισθεί. Ο αυτοκρατορικός στρατός εισήλθε στην Αρτα και η Ήπειρος σώθηκε από το χτύπημα αυτό μόνο χάρη στη βοήθεια, που έφθασε έγκαιρα από τη Σικελία. Επίσης και οι Σέρβοι αποχώρησαν από τις μακεδονικές πόλεις, που είχαν πρόσφατα καταλάβει.
Τώρα πια δεν υπήρχε καμιά ευρωπαϊκή δύναμη, που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην ανάκτηση του Βυζαντίου. Το μεγάλο γεγονός, το οποίο απασχολούσε τη σκέψη των Ελλήνων επί δύο γενεές και για το οποίο η διπλωματία και η στρατιωτική πολιτική είχαν προπαρασκευάσει το δρόμο με μεγάλη περίσκεψη, πραγματοποιήθηκε τελικά με εκπληκτική ευκολία. Το τέλος της σαθρής λατινικής αυτοκρατορίας και η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Βυζαντινούς οφείλονται σχεδόν στην τύχη. Όταν ο αυτοκρατορικός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος πορευόταν με μια μικρή στρατιωτική δύναμη προς τη Θράκη με την εντολή να εποπτεύσει τα βουλγαρικά σύνορα, πέρασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε την πρωτεύουσα σχεδόν αφύλακτη. Την εποχή εκείνη διαρκούσε ακόμη μια εκεχειρία, που είχε συμφωνηθεί τον Αύγουστο του 1260 για ένα χρόνο και ο βεντικός στόλος με το μεγαλύτερο μέρος της φράγκικης φρουράς είχαν αποχωρήσει για να πολιορκήσουν το οχυρό Δαφνούσιον, πάνω σε μια νησίδα του νότιου Εύξεινου Πόντου. Χωρίς χρονοτριβή επιτέθηκε ο Στρατηγόπουλος κατά της άοπλης πόλεως, την οποία και κατέλαβε με την ανατολή του ήλιου στις25 Ιουλίου 1261 χωρίς να συναντήσει σχεδόν καμιά αντίσταση. Ο Βαλδουΐνος Β' και η ακολουθία δραπέτευσαν και έτσι τελείωσε η λατινική κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 15 Αυγούστου 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' εισήλθε θριαμβευτικά στην Βασιλεύουσα.από τήν Χρυσή Πύλη. Στα 57 χρόνια της λατινικής κυριαρχίας η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει το μεγαλείο και τον πλούτο της. Τη βάρβαρη λεηλασία του 1204 ακολούθησε συστηματική σύληση των βυζαντινών θησαυρών. Τα μεγάλα έργα τέχνης είχε διοχετεύσει η λατινική αυτοκρατορία στη Δύση γιατί με την αγωνία και την ένδεια, νόμιζε ότι χαρίζοντάς τα θα διατηρούσε την εύνοια των δυτικών δυνάμεων. Οι εκκλησίες είχαν ερημωθεί από τους θησαυρούς και από τα άγια λείψανά τους και το ανάκτορο των Βλαχερνών βρισκόταν σε ερείπια. Παρά ταύτα ο βυζαντινός λαός πανηγύρισε με μεγάλο ενθουσιασμό το γεγονός. Η είσοδος του αυτοκράτορα στην ελευθερωμένη πόλη πήρε τη μορφή θρησκευτικής πανηγυρεως. Ο λαός προϋπάντησε τον Μιχαήλ Η' με την εικόνα της Οδηγήτριας, που πιστευόταν ότι ήταν έργο του ευαγγελιστή Λουκά. Ο αυτοκράτορας πορεύθηκε πεζός, με την ιερή πομπή στη μονή Στουδίου και ύστερα στην Αγία Σοφία. Στο ναό αυτό που αποδόθηκε πάλι στην ορθόδοξη πίστη και όπου οι παλαιοί βυζαντινοί αυτοκράτορες δέχονταν κατά παράδοση το διάδημα, τέλεσε ο πατριάρχης τη βασιλική στέψη για δεύτερη φορά στον Μιχαήλ και τη σύζυγό του Θεοδώρα, το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Η λατρευτική αυτή πράξη συμβόλιζε την αναγέννηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βασιλίδα Πόλη, που ανασταινόταν σε μια νέα ζωή. Ο νόμιμος αυτοκράτορας Ιωάννης Δ' Λάσκαρης κρατήθηκε μακριά από όλες τις τελετές και μερικούς μήνες αργότερα ο Μιχαήλ Η' τύφλωσε τον άτυχο νεανία.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία κυριαρχούσε στα νοτιοανατολικά από την εποχή του Ιωάννη Βατάτζη, μόνο όμως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως κατόρθωσε να επιβληθεί και πάλι ως μεγάλη δύναμη. Η επανάκτηση της παλαιάς πρωτεύουσας ήταν το αποτέλεσμα των πολιτικών και στρατιωτικών επιτυχιών των προηγούμενων δεκαετιών και οι Βυζαντινοί έδρεψαν την επιτυχία ως ώριμο καρπό. Ωστόσο με την ανάκτηση της Βασιλίδας του Βοσπόρου η θέση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα πλαίσια του τότε κόσμου μεταβλήθηκε μονομιάς. Το Βυζάντιο έγινε πάλι αποφασιστικός παράγοντας στην διαμόρφωση της πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών και αποτέλεσε ένα από τα κέντρα, που καθόριζαν την πολιτική των μεσογειακών δυνάμεων.
Η λατινική όμως κυριαρχία είχε αφήσει πίσω της βαθειά ίχνη και είχε πληγώσει το βυζαντινό κρατικό σώμα, σε βαθμό που η παλινόρθωση δεν μπορούσε πια να θεραπεύσει. Η κεφαλή, η Κωνσταντινούπολη, στηριζόταν σε ένα αποδυναμωμένο σώμα, που ήταν εκτεθειμένο σε κινδύνους από όλα τα μέτωπα. Τα ιταλικά ναυτικά κράτη δέσποζαν στα βυζαντινά ύδατα, οι αποικίες τους βρίσκονταν εγκατεσπαρμένες σε όλη την αυτοκρατορία και τα περισσότερα νησιά της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου ήταν στην εξουσία τους. Ευρωπαϊκές επαρχίες βρισκόταν κάτω από φραγκική κυριαρχία, ενώτα δύο βασίλεια της Βουλγαρίας και της Σερβίαςείχαν αναπτυχθεί σε υπολογίσιμες δυνάμεις. Στη Δύση η παλινορθωμένη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει όλες εκείνες τις εχθρικές δυνάμεις, που είχαν άλλοτε συμφέρον από την επιβίωση της λατινικής αυτοκρατορίας. Στά ανατολικά οι Σελτζούκοι Τούρκοι πάντοτε απέβλεπαν σέ παραπέρα εξάπλωσή τους πρός δυσμάς. Οι Ελληνες ήταν περικυκλωμένοι από όλες τίς κατευθύνσεις από εχθρικά διακείμενους γείτονες.
Τά χειρότερα ήρθαν τό 1354, όταν ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε από τήν Ανατολή: οι Οθωμανοί Τούρκοι. Αφού κατέκτησαν τη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ευρώπη καιπερικύκλωναν βαθμιαία και μεθοδικά την Πόλη, καταλαμβάνοντας τις τελευταίες ελλαδικές κτήσεις του κράτους και καταλύοντας τα νοτιοσλαβικά κράτη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τους εμφύλιους πολέμους των βυζαντινών, οι οποίοι αποδυνάμωσαν το κράτος και επέτρεψαν στους αντιπάλους του να επεκταθούν άκοπα. Μάταια το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια, προσφέροντας σε αντάλλαγμα την εκκλησιαστική υποταγή στον πάπα. Οι Δυτικοί δεν έστειλαν αποτελεσματική βοήθεια, οι εκστρατείες που επιχείρησαν εναντίον των Τούρκων απέτυχαν οικτρά και στην τελική τουρκική επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης, ο μεγάλος Ελληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος δεν είχε να αντιπαρατάξει παρά τη θυσία του, που την επισφράγισε με τον θάνατό του τα χαράματα της 29ης Μαΐου του 1453.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε με την ίδρυση της βασιλίδας στο Βόσπορο από το Μέγα Κωνσταντίνο και αφανίσθηκε με την άλωση της ίδιας πόλεως υπό τον τελευταίο Κωνσταντίνο. Βέβαια ο Μοριάς στη νότια Ελλάδα και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επέζησαν για λίγα ακόμη χρόνια. Η υποταγή τους όμως δεν αποτελούσε πια για τους Τούρκους σοβαρό πρόβλημα. Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως δημιούργησε μια γέφυρα ανάμεσα στις ασιατικές και τις ευρωπαϊκές κτήσεις των Οθωμανών. Εξασφάλισε την ενότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και έδωσε νέα ώθηση στα κατακτητικά της σχέδια. Το πανίσχυρο τουρκικό κράτος ταχύτατα απορρόφησε τα κατάλοιπα των ελληνικών όπως και των λατινικών και σλαβικών κτήσεων στα Βαλκάνια Το 1456 έπεσε η Αθήνα στα χέρια των Οθωμανών και ο Παρθενώνας, που για χίλια χρόνια ήταν αφιερωμένος στη Θεοτόκο, μεταβλήθηκε σε τουρκικό τζαμί. Το 1460 τερματίσθηκε και η κυριαρχία των Βυζαντινών στο Μοριά. Ο Θωμάς δραπέτευσε στην Ιταλία, ενώ ο Δημήτριος, που ήταν εχθρός των Λατίνων, κατέληξε στην αυλή του σουλτάνου. Το Σεπτέμβριο του 1461 έπεσε και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και έτσι υποτάγηκε στην τουρκική κυριαρχία και το τελευταίο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το σερβικό δεσποτάτο είχε υποκύψει από τα 1459, το 1463 ακολούθησε το βασίλειο της Βοσνίας και πριν από το τέλος του αιώνα καταλήφθηκαν από τους Τούρκους και οι υπόλοιπες σλαβικές και αλβανικές περιοχές ως την Αδριατική. Έτσι ιδρύθηκε πάλι μια νέα αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τη Μεσοποταμία ως την Αδριατική με φυσικό της κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ήταν η τουρκική αυτοκρατορία, που ορθώθηκε πάνω στα ερείπια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και που έμελλε να επανενώσει μια φορά ακόμη τις παλαιές βυζαντινές χώρες σε ένα κράτος για πολλούς αιώνες.
Η συμβολή των Ελλήνων λογίων στην ιταλική και κατ' επέκτασιν στην ευρωπαϊκή αναγέννηση ήταν καθοριστική. Εγκατέλειψαν τήν πατρίδα τους αλλά πήραν μαζί τους τόν πλούτο της πού ήταν οι θησαυροί της αρχαιοελληνικής γραμματείας, Η άποψη αυτή οφείλεται στους ίδιους τους Ιταλούς ανθρωπιστές του δέκατου πέμπτου αιώνα, που μιλούσαν με θαυμασμό για τους Βυζαντινούς δασκάλους τους και για τους νέους ορίζοντες που ανακάλυψαν από την συνεργασία μαζί τους. Ετσι τό Βυζάντιο καί διατήρησε γιά 10 αιώνες τήν κληρονομιά του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού (Δίκαιο, Φιλοσοφία, Τέχνες) καί τη μετέδωσε στον νεότερο κόσμο μέ αποτέλεσμα τόν Ουμανισμό και τήνΑναγέννηση της Δυτικής Ευρώπης. Χωρίς την αντιγραφική και υπομνηματική εργασία των Βυζαντινών τα αρχαία κείμενα θα είχαν εξαφανισθεί. Επίσης επηρέασε πολιτιστικά και θρησκευτικά όλη την Ανατολική Ευρώπη (κυριλικό αλφάβητο, εκχριστιανισμός) καί υπήρξε προπύργιο κατά των εφόδων των βαρβάρων της Ασίας, προστατεύοντας για πολλούς αιώνες την Ευρώπη και διασώζοντάς την από την εξαθλίωση.
Το Βυζάντιο αλώθηκε το 1453, οι πνευματικές όμως και πολιτικές του παραδόσεις επέζησαν και συνέχισαν να επιδρούν τόσο στα παλαιά βυζαντινά εδάφη όσο και έξω από τα παλαιά όρια της αυτοκρατορίας, γονιμοποιώντας την κρατική και πολιτιστική ζωή των ευρωπαϊκών λαών. Η χριστιανική θρησκεία στην ιδιαίτερη ελληνική της έκφραση, ως η πεμπτουσία της βυζαντινής πνευματικότητας και συνάμα ως αντίποδας προς τον ρωμαϊκό καθολικισμό, παρέμεινε για τους Έλληνες καθώς και για τους νότιους και ανατολικούς Σλάβους το άγιον των αγίων τους. Στους αιώνες της τουρκικής δουλείας η ορθόδοξη πίστη ήταν για τους Έλληνες, τους Βουλγάρους και τους Νοτιοσλάβους η έκφραση της πνευματικής και εθνικής τους ταυτότητας, και προφύλαξε τους βαλκανικούς λαούς από τον αφανισμό μέσα στην τουρκική πλημμύρα. Αυτή έκανε δυνατή και την εθνική τους αναγέννηση τον δέκατο ένατο αιώνα.
Η Ορθοδοξία ήταν επίσης το πνευματικό λάβαρο, κάτω από το οποίο συνενώθηκαν οι ρωσικές χώρες και το κράτος της Μόσχας πέτυχε να ανυψωθεί σε μεγάλη δύναμη. Μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και των σλαβικών βασιλείων η Μόσχα αποτίναξε οριστικά τον ταταρικό ζυγό και έγινε, ως η μόνη ορθόδοξη ηγεμονία, το φυσικό κέντρο του ορθόδοξου κόσμου. Ο Ιβάν Γ',ο μεγάλος ελευθερωτής και θεμελιωτής της ενότητας των ρωσικών χωρών, παντρεύθηκε την Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου καί ανηψιά του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Υιοθέτησε το βυζαντινό δικέφαλο αετό στα λάβαρά του και εισήγαγε στη Μόσχα το βυζαντινό τελετουργικό. Γρήγορα η Ρωσία ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στη χριστιανική Ανατολή, τον οποίο κατείχε ως τότε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Αφού η Κωνσταντινούπολη ήταν η νέα Ρώμη, η Μόσχα γινόταν τώρα η «τρίτη Ρώμη». Η πνευματική κληρονομιά του Βυζαντίου, η πίστη του, οι πολιτικές του ιδέες και η πνευματικότητά του επέζησαν διά μέσου των αιώνων στη ρωσική αυτοκρατορία.
Γραμματεία
Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία συνδέεται με τη γραμματεία των αλεξανδρινών χρόνων, ιδίως στο πεδίο της λογοτεχνικής μορφής. Και οι δύο αυτές γραμματείες αντλούν τα θέματά τους από την αρχαία μυθολογία, ρητορεύουν υπερβολικά και μιμούνται παλαιότερα πρότυπα. Σημαντική όμως υπήρξε η υπηρεσία της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς διατηρούσε σχεδόν πάντοτε στενό τον σύνδεσμό της με την αρχαία ελληνική παρακαταθήκη, συντηρώντας έτσι την αρχαία σοφία και τα αρχαία γράμματα. Δεν λείπουν οι βιβλιοθήκες στα σημαντικά πνευματικά κέντρα του κράτους ούτε και οι σχολιαστές παλαιότερων κειμένων. Κάτω από το συχνότατα τεχνητό γλωσσικό της όργανο ανακαλύπτονται νέες χριστιανικές ιδέες. Οι Βυζαντινοί καλλιέργησαν κυρίως την ιστοριογραφία, την εκκλησιαστική ποίηση, τη φιλολογία, αλλά και τη δημώδη γραμματεία.
Στην Πρωτομεσαιωνική Περίοδο συγκροτήθηκε το βυζαντινό πνεύμα, που το διαμόρφωσαν το αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό, το χριστιανικό και το περσικό στοιχείο. Αξίζει να υπογραμμιστεί η συναίρεση του αρχαίου ελληνικού με το χριστιανικό πνεύμα, που πραγματοποιήθηκε τον 4ο αι. από τους Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή από τον Βασίλειο τον Μέγα, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, οι οποίοι συμπλήρωσαν το έργο προγενέστερων σημαντικών αντρών, όπως για παράδειγμα του Κλήμεντος Αλεξανδρέως (2ος αι.), και θεμελίωσαν έναν νέο κόσμο στηριγμένο στην ελληνική πνευματική παράδοση και τα χριστιανικά διδάγματα, από τον οποίο όμως δεν έλειψαν και επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής παράδοσης με αρκετούς αξιόλογους εκπροσώπους.
Σημαντικά θεολογικά κέντρα συγκρότησαν η Καισάρεια της Καππαδοκίας και η Αντιόχεια της Συρίας, ενώ η Βηρυτός ακτινοβολούσε στην περιοχή της νομικής επιστήμης. Αλλά και ηΘεσσαλονίκη και η Αθήνα διέσωζαν ακόμα τη δάδα της αρχαίας σοφίας. Με την πάροδο του χρόνου ανέλαβε η Κωνσταντινούπολη τον ηγετικό της ρόλο. Την περίοδο αυτή περισσότερο ακτινοβολούσε η Αλεξάνδρεια, όπου δίδαξαν και μορφώθηκαν άντρες που διέπρεψαν στον τομέα των γραμμάτων και στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ανάμεσα σε πολλούς επιφανείς, η Καισάρεια της Καππαδοκίας έδωσε τον Μέγα Βασίλειο (330-379), σημαντική προσωπικότητα και στη θεωρία και στη δράση, μεγάλο θεολόγο και συγγραφέα. Βαθύς γνώστης της αρχαίας σοφίας, εκτιμούσε βαθύτατα τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη. Αφησε ομιλίες, πραγματείες και επιστολές, ενώ σε ορισμένες ομιλίες του θαυμαστή είναι η ευαγγελική του απλότητα. Σε μικρό έργο του είχε συστήσει την ανάγνωση των κλασικών συγγραφέων, εφόσον γινόταν καλή εκλογή από το έργο τους. Στα παλαιότερα έργα του, τα πιο σύντομα, διαπιστώνει κανείς την επίδραση των κλασικών. Παρέχουν αυτά εξάλλου πιστή εικόνα της κοινωνίας και της εκκλησίας στην Καππαδοκία του 4oυ αι. και είναι σε μεγάλο βαθμό φροντισμένα ως προς το ύφος, όπως άλλωστε και οι πραγματείες του. Μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο διατύπωσε βασικούς κανόνες του μοναχικού βίου.
Στον τομέα της ιστοριογραφίας, ο Προκόπιος, από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, μιμητής τουΗροδότου και του Θουκυδίδη, έγραψε ιστορία των πολέμων του Ιουστινιανού, που τους παρακολούθησε από κοντά ως σύμβουλος του στρατηγού Βελισάριου. Στα Ανέκδοτά του επιτέθηκε κατά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, του Βελισαρίου και της γυναίκας του. Ως ιστορικός, διακρινόταν για την ήρεμη κρίση με κάποια παράλληλη εγκωμιαστική τάση. Στο "Περί κτισμάτων", όπου περιέγραψε το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού, διακρίνεται ρητορικό και εγκωμιαστικό ύφος. Μολονότι άνισος συγγραφέας, ο Προκόπιος αποτελεί με τα έργα του πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της ιστορίας των χρόνων του. Το ύφος του έχει και δύναμη και πρωτοτυπία, καθώς επίσης δροσιά και ζωντάνια.
Στον τομέα της ποίησης της πρώτης βυζαντινής περιόδου, κατέχει ιδιαίτερη θέση το έργο τουΓρηγόριου Ναζιανζηνού. Από την αρχαϊστική γλώσσα του δεν λείπουν το γνήσιο ποιητικό αίσθημα και η υποβλητική διάθεση. Στα ποικίλης υφής ποιήματά του τον επηρέασαν άλλοτε η ποίηση του Ησιόδου, άλλοτε ο Όμηρος, και άλλωτε πάλι οι αρχαίοι λυρικοί και οι δραματογράφοι. Τη θρησκευτική ποίηση την καλλιέργησε σε δακτυλικό εξάμετρο, σπάνια δε σε νεωτερικά μέτρα.
Στις αρχές του 6ου αι. έχουμε το αξιόλογο πλούσιο και επιβλητικό έργο του Ρωμανού Μελωδού. Αφού έζησε στην Έμεσσα και τη Βηρυτό, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Ιουστίνου ή του Ιουστινιανού. Με την ποίησή του κορυφώθηκε η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν στην εκκλησιαστική ποίηση τα ρυθμικά μέτρα και δημιουργήθηκε το είδος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που καλλιεργήθηκε και από άλλους, σύγχρονους ή μεταγενέστερους. Τον διέκρινε υψηλή ποιητικότητα, δραματικότητα, μεγαλοπρέπεια και απλό ύφος. Ο λυρισμός του εκδηλώθηκε σε εικόνες παρμένες από τη φύση. Δίκαια θεωρήθηκε ο κορυφαίος βυζαντινός ποιητής. Από τη σχολή του επίσης πρέπει να προέρχεται ο ποιητής του λαμπρού "Ακάθιστου Ύμνου".
Στή μεσαιωνική περίοδος (700-1200) ο Ιωάννης Δαμασκηνός με το έργο του "Πηγή γνώσεως"πραγματοποίησε κωδικοποίηση των διδαγμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων. Ο Δαμασκηνός καθώς και ο Θεόδωρος Στουδίτης, λίγο μεταγενέστερός του, τάχθηκαν κατά των εικονομάχων και αναδείχτηκαν σημαντικοί θεολόγοι. Ο Δαμασκηνός, στο έργο του "Υπέρ των εικόνων", ξεχωρίζει την έννοια της λατρείας από την προσκύνηση. Παράλληλα κατέχει ξεχωριστή θέση και ως ποιητής. Υπήρξε συνεχιστής του Ανδρέα Κρήτης, κανονογράφος και υμνογράφος με μυστικιστική διάθεση.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) καταπολέμησε ως θεολόγος τις μεταρρυθμίσεις των Ισαύρων αυτοκρατόρων. Υπήρξε μεταρρυθμιστής του μοναχικού βίου και έγραψε ύμνουςκαι επιγράμματα σε αγίους. Στα έργα του, Μικρά κατήχησις και Μεγάλη κατήχησις, προέβαλε τα ασκητικά ιδεώδη της χριστιανικής τελείωσης. Παρείχε με αυτά συμβουλές στους μοναχούς της μονής του Στουδίου, όπου ήταν ηγούμενος. Λογοτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές του.
Η ποιήτρια Κασσιανή έγραψε πρωτότυπα και ωραία ποιήματα ποικίλου περιεχομένου, αλλά και ύμνους και επιγράμματα με σατιρική διάθεση. Έγραψε επίσης και γνωμικά.
Ο Φώτιος (825-893) και ο Ψελλός κυριάρχησαν στην κυρίως βυζαντινή περίοδο. Υπήρξαν οι πρόδρομοι της ανθρωπιστικής κίνησης που προέβαλε αργότερα, στα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Ο Φώτιος με τη "Μυριόβιβλο" και τα άλλα φιλολογικά του έργα συνετέλεσε σημαντικά στη διάσωση της αρχαίας σοφίας και την ερμηνεία της. Από τους αρχαίους φιλοσόφους προτιμούσε τον Αριστοτέλη, ενώ στα έργα του Πλάτωνα ξεχώρισε το μυθολογικό στοιχείο. Καλλιέργησε τη θεολογία (υπήρξε και οικουμενικός πατριάρχης), τη φιλοσοφία, το δίκαιο, τη γραμματική, τις φυσικές επιστήμες και την ιατρική. Κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς της εποχής του για τα μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, που αναδιοργανώθηκε από τονΚαίσαρα Βάρδα. Συγκρότησε Λεξικό και έγραψε τα Αμφιλόχεια. Το ύφος του ήταν οξύ και φωτεινό. Ο μαθητής του Αρέθας (850-932), επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, άφησε ερμηνευτικές εργασίες σε κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης σχόλια και παρατηρήσεις στον Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Ευσέβιο.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905-959) έγραψε την ιστορία του παππού του, Βασιλείου Α', έργο με πανηγυρικό χαρακτήρα. Ο Κωνσταντίνος όχι μόνο θέλησε να αναδιοργανώσει την παιδεία αλλά και παρακίνησε στη συγγραφή χρήσιμων έργων. Ο ίδιος έγραψε το έργο "Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν", που σχετίζεται με τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, το "Περί θεμάτων", σχετικό με τη διοικητική διαίρεση του κράτους, και την "Έκθεσιν περί Βασιλείου Τάξεως", που περιγράφει το πρωτόκολλο της βυζαντινής αυλής.
Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078), σημαντικός λόγιος, φιλόσοφος και ιστορικός, ανανέωσε τον φιλοσοφικό στοχασμό με τη μελέτη της πλατωνικής κυρίως φιλοσοφίας και προσπάθησε να διαχωρίσει τη φιλοσοφική από τη θεολογική σκέψη. Δίδαξε στο"Γυμνάσιον" που ίδρυσε οΚωνσταντίνος Θ' Μονομάχος. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, η φιλοσοφική παιδεία θα έπρεπε να ξεκινά από τη λογική και τη φυσική του Αριστοτέλη και, με τη βοήθεια του Πλάτωνα, του Πλωτίνου και του Πρόκλου, να μελετηθεί αργότερα η μεταφυσική. Έβλεπε τους αρχαίους ως προδρόμους του χριστιανισμού και ήρθε σε αντίθεση με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, προϊστάμενο του Διδασκαλείου των νόμων. Ως πλατωνιστής υπήρξε πρόδρομος όχι μόνο τουΓεωργίου Γεμιστού (Πλήθωνα)αλλά και του πλατωνισμού της Αναγέννησης. Στη Χρονογραφία του, όπου πραγματεύτηκε τα ιστορικά γεγονότα των ετών 976-1077, ο Ψελλός έδωσε επιτυχημένες εικόνες ιστορικών προσώπων. Τα γεγονότα της βασιλείας του Βασιλείου Β' τα πραγματεύτηκε εισαγωγικά. Η έκθεσή του δεν είχε πλατειασμούς και περιττολογίες, ακριβολογούσε και μελετούσε ψυχολογικά πρόσωπα και γεγονότα.
Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι.) ξεχώρισε ως αμερόληπτος ιστορικός. Πραγματεύτηκε την ιστορία της περιόδου 1034-1079, με οξεία παρατηρητικότητα και βαθιά κρίση. Η γλώσσα του τοποθετείται ανάμεσα στην απλούστερη ομιλούμενη του 9ου και 10ου αι. και την αρχαϊστική των χρόνων των Κομνηνών. Πολιτιστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το "Τυπικό" μοναστηριού και πτωχοκομείου που ίδρυσε, καθώς μάλιστα μας παρέχει και χρήσιμα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα.
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος (1062-1137) εξιστόρησε χωρίς μεγάλη αντικειμενικότητα τα γεγονότα των ετών 1070-1079, αρχίζοντας από τον Ισαάκιο Κομνηνό και φτάνοντας έως τα μέσα της βασιλείας του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Το έργο του Βρυέννιου θεωρείται κατώτερο από το έργο της γυναίκας του Αννας Κομνηνής, που συνέχισε την ιστορία του. Η "Αλεξιάς" της Αννας Κομνηνής (1083-1148)εκθέτει τα γεγονότα των ετών 1069 -1118 με βάση, εκτός των άλλων, τα αρχεία του κράτους και τη διπλωματική αλληλογραφία. Επηρεάστηκε από παλαιότερούς της ιστοριογράφους, αλλά κυρίως μιμήθηκε τον Θουκυδίδη. Δεν είχε όμως γνήσια ιστορική σύλληψη των γεγονότων και δεν διείσδυσε στις αιτίες τους. Μολονότι μεροληπτικό και με άλλα ελαττώματα, το έργο της παρέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Το ύφος της είναι αρχαϊστικό, ρητορικό και σε μεγάλο βαθμό τεχνητό.
Ο Ιωάννης Κίνναμος (1143 - 1185) πραγματεύτηκε στην "Επιτομή" του, με φιλαλήθεια και λακωνικότητα, τα γεγονότα της βασιλείας του Ιωάννη Β' και του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1118-1176). Έχει ως πρότυπο τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, και τον Προκόπιο.
Ο Νικήτας Χωνιάτης (1150 - 1210), στη "Χρονικήν Διήγησιν", που πραγματεύτηκε γεγονότα των ετών 1118-1206, έδειξε τη φιλαλήθεια και τον πατριωτισμό του, παρατηρητικότητα και ζωντάνια περιγραφής. Στηρίχτηκε στην πείρα του και σε διηγήσεις σύγχρονών του προσώπων. Έχει επίσημο, πομπώδες και σκοτεινό ύφος και αρχαϊστική γλώσσα. Μας δίνει όμως ενδιαφέρουσα εικόνα της Πόλης στα χρόνια της Αλωσης του 1204. Μερικοί τον τοποθετούν δίπλα στον Ψελλό. Έγραψε και θεολογικό σύγγραμμα, την "Πανοπλία Δογματική".
Ο Ιωάννης Σκυλίτσης που είχε χρηματίσει ανώτερος αξιωματούχος, πραγματεύτηκε γεγονότα από το 811 έως τα μέσα του 11ου αιώνα Στηρίχτηκε και σε άγνωστες σε μας πηγές. Ξεχωρίζουν μέσα στο έργο του όσα σχετίζονται με τον Βασίλειο Β'. Στην εισαγωγή του έργου του αντιμετώπισε κριτικά τους προγενέστερούς του ιστορικούς. Ο άλλος αξιόλογος χρονογράφος της εποχής, οΙωάννης Ζωναράς (αρχές 12ου αι.), πραγματεύτηκε γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως το 1118, τον θάνατο δηλαδή του Αλεξίου Α' Κομνηνού. Αντλώντας κυρίως από τον Σκυλίτση και τον Ψελλό και κατά ένα μέρος από τον Ατταλειάτη, έδειξε ανεξαρτησία απέναντι στις πηγές του. Έχοντας στενή εξάρτηση από την Αννα Koμνηνή, έκανε συμπληρώσεις στο έργο της.
Η μεγάλη φυσιογνωμία του Ευσταθίου, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1125-1194), ακτινοβόλησε τον 12ο αι. Υπήρξε λαμπρός μελετητής του Ομήρου και του Πινδάρου, αλλά και συνάμα της σύγχρονής του γλώσσας και των ηθών και εθίμων της εποχής του. Έγραψε "Παρεκβολάς εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Iλιάδα" καθώς και σχόλια στον Διονύσιο Περιηγητή και τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Πριν γίνει μητροπολίτης, είχε διατελέσει διδάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς το 1185. Από τα άλλα έργα του, θεολογικά, επιστημονικά και ρητορικά, ορισμένα παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον. Η "Επίσκεψις Βίου Μοναχικού" επί διορθώσει των περί αυτόν αναφέρεται στην αναδιοργάνωση του βίου των μοναχών της εποχής του. Ιδιαίτερη σημασία έχουν επίσης οι επιστολές και οι λόγοι του.
Στήν Υστερομεσαιωνική Περίοδο (1200-1600) παρουσιάστηκε μεγάλη ακμή στα γράμματα, μολονότι το κράτος κατέρρεε. Εντάθηκε τόσο η στροφή προς την αρχαιότητα όσο και η χρήση απλούστερης γλώσσας. Υπογραμμίστηκε έτσι ο μεταβατικός χαρακτήρας της περιόδου. Ο συντηρητικός κόσμος δέσποζε στην πεζογραφία, όπου κυριαρχούσε η αρχαϊστική γλώσσα. Ο ανανεωτικός κόσμος εκδηλώθηκε με τα έμμετρα γραμματειακά είδη. Ακραιφνέστερο εμφανίστηκε σε αυτή την περίοδο το ελληνικό και πατριωτικό αίσθημα που απομάκρυνε από την καθαυτό βυζαντινή παράδοση και οδήγησε σε μια αντίληψη καθαρά ελληνική που διαμορφώθηκε τόσο με αρχαϊστικά στοιχεία όσο και με στοιχεία της νεωτεριστικής νοοτροπίας. Η χρονογραφία παρήκμαζε, ενώ καλλιεργήθηκε με επιτυχία η ιστοριογραφία. Η αποκορύφωση του ανθρωπιστικού κινήματος οδήγησε στην καλλιέργεια των επιστημών, στη συστηματικότερη μελέτη της αρχαίας γραμματείας και στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής διανόησης με επίδραση από τον νεοπλατωνισμό του Ψελλού.
Σημαντικός ιστορικός υπήρξε ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), που έδρασε στη Νίκαια και μετά το 1261 στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε σημαντικός λόγιος και διδάσκαλος. Συνέβαλε μάλιστα στην αναδιοργάνωση της παιδείας επί Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Στο ιστορικό του έργο"Χρονική Συγγραφή" πραγματεύτηκε με ρεαλισμό και απαθή κρίση, και σε ύφος φροντισμένο και ακριβολόγο, τα γεγονότα των ετών 1203-1261. Έγραψε και "Επιτάφιον" στον Ιωάννη Γ' Βατάτζηκαθώς και προοίμιο στην έκδοση επιστολών του Θεοδώρου Λασκάρεως από 63 τρίμετρους.
Αξιόλογος υπήρξε και ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310), που με το έργο του"Συγγραφικαί Ιστορίαι" μας έδωσε εικόνα των γεγονότων των ετών 1255-1308. Εντρύφησε ιδίως στην έκθεση δογματικών διαφορών και διενέξεων. Ήταν αντίπαλος της φιλενωτικής πολιτικής τουΜιχαήλ Η'. Το ύφος του είναι εξεζητημένο και η λογιότητά του τον έκανε να συμφύρει στοιχεία παρμένα από τον Όμηρο, δογματικές συζητήσεις και στοιχεία της σύγχρονής του γλώσσας. Έγραψε και ποικιλία άλλων συγγραμμάτων, καθώς και ποιήματα, επιστολές και μία έμμετρη αυτοβιογραφία.
Από τους λογίους που στον 14o αι. μελέτησαν τον αρχαίο κόσμο αναφέρεται ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310). Με τις μεταφράσεις λατινικών συγγραμμάτων στα ελληνικά έγινε πνευματικός ενδιάμεσος μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου. Έγραψε σχόλια στον μαθηματικό Διόφαντο, γραμματικές και απανθίσματα από αρχαίους συγγραφείς. Ο Μανουήλ Μοσχόπουλος υπήρξε κι αυτός γραμματικός και σχολιαστής. Ήταν πραγματολόγος στο ύφος του. Και ο Θωμάς Μάγιστροςμε τις συγγραφές του εξυπηρέτησε την παιδεία. Σχολίασε τους τραγικούς και τον Αριστοτέλη, ίσως και τον Πίνδαρο. Αξιομνημόνευτα είναι τα έργα του "Περί βασιλείας" και "Περί πολιτείας". Υπήρξε επίσης λεξικογράφος.
Ιστοριογράφος των γεγονότων της εποχής του ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383), που εξιστόρησε τα γεγονότα από το 1320 έως το 1360. Δεν υπήρξε αμερόληπτος, αφού έλαβε μέρος στα πολιτικά γεγονότα των χρόνων του. Παρέχει όμως σημαντικές πληροφορίες για τους γειτονικούς λαούς. Το έργο του εκτιμάται και από αισθητική άποψη. Έγραψε και θεολογικά έργα, καθώς και παράφραση μέρους των από τα "Ηθικά Νικομάχεια" του Αριστοτέλη.
Μεγάλη είναι η συμβολή επίσης του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα (1360 - 1452), λόγιου με σημαντική δραστηριότητα. Μελετώντας τον πλατωνισμό και τους νεοπλατωνικούς, προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία. Φιλοσόφησε και θεολόγησε, όμως δεν ήταν χριστιανός. Οι Νόμοι του δεν διασώθηκαν ολόκληροι. Τα άλλα έργα του είναι φιλοσοφικά, ιστορικά, αστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, ρητορικά και μουσικά. Σημαντικό είναι εκείνο που επιγράφεται "Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται". Σε υπομνήματά του έδωσε συμβουλές για τα μεγάλα και ποικίλα ζητήματα της εποχής του.
Ο Βησσαρίων (1403-1472) υπήρξε μητροπολίτης στη Νίκαια και αργότερα καρδινάλιος. Γνώστης του ιταλικού ανθρωπισμού, έγινε οπαδός των δυτικών δογμάτων. Συνεχιστής κατά ένα μέρος του πλατωνισμού του Ψελλού, άντλησε έμπνευση και από θεολόγους του δυτικού Μεσαίωνα. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη μύηση των Ελλήνων της εποχής του στη γνώση της ευρωπαϊκής τεχνικής. Συνηγόρησε στον δόγη της Βενετίας για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Έγραψε Κριτικές θέσεις κατά του Γεωργίου Τραπεζουντίου, που συκοφαντούσε τον Πλάτωνα.
Τέσσερις ιστοριογράφοι εξιστόρησαν τα γεγονότα της εποχής. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1432-1490) ακολούθησε ως πρότυπα τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο και πραγματεύτηκε γεγονότα κυρίως από το 1298 έως το 1463. Αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τα γεγονότα, όμως δεν υπήρξε ακριβής στις χρονολογίες του. Πίστευε στα πεπρωμένα του ελληνισμού, παρά την πτώση που διαπίστωνε στην εποχή του. Το ύφος του ήταν επιτηδευμένο και ασαφές.
Ο Δούκας (1400-1470) άρχισε το έργο του με τα γεγονότα του 1341 και κατέληξε στην τουρκική κατάληψη της Μυτιλήνης (1462). Διακρίνεται για τη φιλαλήθειά του και τη ζωντανή έκθεση των γεγονότων. Καλλιέργησε έναν ηθελημένο δημοτικισμό και η νοοτροπία του ήταν μάλλον ανθρώπου του λαού. Υπήρξε φιλενωτικός, αλλά συνάμα πατριώτης.
Ο Γεώργιος Σφραντζής (1401-1478), αξιωματούχος της αυλής, έγραψε Χρονικό των ετών 1413-1478. Η γλώσσα του Σφραντζή δεν ήταν επιμελημένη, διαφέροντας από εκείνη του Κριτόβουλου και του Χαλκοκονδύλη. Στο εκκλησιαστικό ζήτημα ακολούθησε την ανθενωτική τάση.
Η κρητική λογοτεχνική παραγωγή του 15ου και του 16ου αι. πρέπει να τοποθετηθεί στα πλαίσια της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας. Στην Κρήτη μάλιστα, τον επόμενο αιώνα, η μεσαιωνική δημώδης λογοτεχνία θα βρει την αποκορύφωσή της με τα έργα του Γεωργίου Χορτάτση (Πανώρια, Ερωφίλη, Κατζούρμπος) και του Βιτσέντζου Κορνάρου (Η θυσία του Αβραάμ και Eρωτόκριτος). Ο Ερωτόκριτος θεωρείται το σπουδαιότερο ελληνικό λογοτεχνικό μνημείο έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Στην Πρωτομεσαιωνική Περίοδο συγκροτήθηκε το βυζαντινό πνεύμα, που το διαμόρφωσαν το αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό, το χριστιανικό και το περσικό στοιχείο. Αξίζει να υπογραμμιστεί η συναίρεση του αρχαίου ελληνικού με το χριστιανικό πνεύμα, που πραγματοποιήθηκε τον 4ο αι. από τους Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή από τον Βασίλειο τον Μέγα, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, οι οποίοι συμπλήρωσαν το έργο προγενέστερων σημαντικών αντρών, όπως για παράδειγμα του Κλήμεντος Αλεξανδρέως (2ος αι.), και θεμελίωσαν έναν νέο κόσμο στηριγμένο στην ελληνική πνευματική παράδοση και τα χριστιανικά διδάγματα, από τον οποίο όμως δεν έλειψαν και επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής παράδοσης με αρκετούς αξιόλογους εκπροσώπους.
Σημαντικά θεολογικά κέντρα συγκρότησαν η Καισάρεια της Καππαδοκίας και η Αντιόχεια της Συρίας, ενώ η Βηρυτός ακτινοβολούσε στην περιοχή της νομικής επιστήμης. Αλλά και ηΘεσσαλονίκη και η Αθήνα διέσωζαν ακόμα τη δάδα της αρχαίας σοφίας. Με την πάροδο του χρόνου ανέλαβε η Κωνσταντινούπολη τον ηγετικό της ρόλο. Την περίοδο αυτή περισσότερο ακτινοβολούσε η Αλεξάνδρεια, όπου δίδαξαν και μορφώθηκαν άντρες που διέπρεψαν στον τομέα των γραμμάτων και στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ανάμεσα σε πολλούς επιφανείς, η Καισάρεια της Καππαδοκίας έδωσε τον Μέγα Βασίλειο (330-379), σημαντική προσωπικότητα και στη θεωρία και στη δράση, μεγάλο θεολόγο και συγγραφέα. Βαθύς γνώστης της αρχαίας σοφίας, εκτιμούσε βαθύτατα τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη. Αφησε ομιλίες, πραγματείες και επιστολές, ενώ σε ορισμένες ομιλίες του θαυμαστή είναι η ευαγγελική του απλότητα. Σε μικρό έργο του είχε συστήσει την ανάγνωση των κλασικών συγγραφέων, εφόσον γινόταν καλή εκλογή από το έργο τους. Στα παλαιότερα έργα του, τα πιο σύντομα, διαπιστώνει κανείς την επίδραση των κλασικών. Παρέχουν αυτά εξάλλου πιστή εικόνα της κοινωνίας και της εκκλησίας στην Καππαδοκία του 4oυ αι. και είναι σε μεγάλο βαθμό φροντισμένα ως προς το ύφος, όπως άλλωστε και οι πραγματείες του. Μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο διατύπωσε βασικούς κανόνες του μοναχικού βίου.
Στον τομέα της ιστοριογραφίας, ο Προκόπιος, από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, μιμητής τουΗροδότου και του Θουκυδίδη, έγραψε ιστορία των πολέμων του Ιουστινιανού, που τους παρακολούθησε από κοντά ως σύμβουλος του στρατηγού Βελισάριου. Στα Ανέκδοτά του επιτέθηκε κατά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, του Βελισαρίου και της γυναίκας του. Ως ιστορικός, διακρινόταν για την ήρεμη κρίση με κάποια παράλληλη εγκωμιαστική τάση. Στο "Περί κτισμάτων", όπου περιέγραψε το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού, διακρίνεται ρητορικό και εγκωμιαστικό ύφος. Μολονότι άνισος συγγραφέας, ο Προκόπιος αποτελεί με τα έργα του πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της ιστορίας των χρόνων του. Το ύφος του έχει και δύναμη και πρωτοτυπία, καθώς επίσης δροσιά και ζωντάνια.
Στον τομέα της ποίησης της πρώτης βυζαντινής περιόδου, κατέχει ιδιαίτερη θέση το έργο τουΓρηγόριου Ναζιανζηνού. Από την αρχαϊστική γλώσσα του δεν λείπουν το γνήσιο ποιητικό αίσθημα και η υποβλητική διάθεση. Στα ποικίλης υφής ποιήματά του τον επηρέασαν άλλοτε η ποίηση του Ησιόδου, άλλοτε ο Όμηρος, και άλλωτε πάλι οι αρχαίοι λυρικοί και οι δραματογράφοι. Τη θρησκευτική ποίηση την καλλιέργησε σε δακτυλικό εξάμετρο, σπάνια δε σε νεωτερικά μέτρα.
Στις αρχές του 6ου αι. έχουμε το αξιόλογο πλούσιο και επιβλητικό έργο του Ρωμανού Μελωδού. Αφού έζησε στην Έμεσσα και τη Βηρυτό, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Ιουστίνου ή του Ιουστινιανού. Με την ποίησή του κορυφώθηκε η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν στην εκκλησιαστική ποίηση τα ρυθμικά μέτρα και δημιουργήθηκε το είδος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που καλλιεργήθηκε και από άλλους, σύγχρονους ή μεταγενέστερους. Τον διέκρινε υψηλή ποιητικότητα, δραματικότητα, μεγαλοπρέπεια και απλό ύφος. Ο λυρισμός του εκδηλώθηκε σε εικόνες παρμένες από τη φύση. Δίκαια θεωρήθηκε ο κορυφαίος βυζαντινός ποιητής. Από τη σχολή του επίσης πρέπει να προέρχεται ο ποιητής του λαμπρού "Ακάθιστου Ύμνου".
Στή μεσαιωνική περίοδος (700-1200) ο Ιωάννης Δαμασκηνός με το έργο του "Πηγή γνώσεως"πραγματοποίησε κωδικοποίηση των διδαγμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων. Ο Δαμασκηνός καθώς και ο Θεόδωρος Στουδίτης, λίγο μεταγενέστερός του, τάχθηκαν κατά των εικονομάχων και αναδείχτηκαν σημαντικοί θεολόγοι. Ο Δαμασκηνός, στο έργο του "Υπέρ των εικόνων", ξεχωρίζει την έννοια της λατρείας από την προσκύνηση. Παράλληλα κατέχει ξεχωριστή θέση και ως ποιητής. Υπήρξε συνεχιστής του Ανδρέα Κρήτης, κανονογράφος και υμνογράφος με μυστικιστική διάθεση.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) καταπολέμησε ως θεολόγος τις μεταρρυθμίσεις των Ισαύρων αυτοκρατόρων. Υπήρξε μεταρρυθμιστής του μοναχικού βίου και έγραψε ύμνουςκαι επιγράμματα σε αγίους. Στα έργα του, Μικρά κατήχησις και Μεγάλη κατήχησις, προέβαλε τα ασκητικά ιδεώδη της χριστιανικής τελείωσης. Παρείχε με αυτά συμβουλές στους μοναχούς της μονής του Στουδίου, όπου ήταν ηγούμενος. Λογοτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές του.
Η ποιήτρια Κασσιανή έγραψε πρωτότυπα και ωραία ποιήματα ποικίλου περιεχομένου, αλλά και ύμνους και επιγράμματα με σατιρική διάθεση. Έγραψε επίσης και γνωμικά.
Ο Φώτιος (825-893) και ο Ψελλός κυριάρχησαν στην κυρίως βυζαντινή περίοδο. Υπήρξαν οι πρόδρομοι της ανθρωπιστικής κίνησης που προέβαλε αργότερα, στα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Ο Φώτιος με τη "Μυριόβιβλο" και τα άλλα φιλολογικά του έργα συνετέλεσε σημαντικά στη διάσωση της αρχαίας σοφίας και την ερμηνεία της. Από τους αρχαίους φιλοσόφους προτιμούσε τον Αριστοτέλη, ενώ στα έργα του Πλάτωνα ξεχώρισε το μυθολογικό στοιχείο. Καλλιέργησε τη θεολογία (υπήρξε και οικουμενικός πατριάρχης), τη φιλοσοφία, το δίκαιο, τη γραμματική, τις φυσικές επιστήμες και την ιατρική. Κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς της εποχής του για τα μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, που αναδιοργανώθηκε από τονΚαίσαρα Βάρδα. Συγκρότησε Λεξικό και έγραψε τα Αμφιλόχεια. Το ύφος του ήταν οξύ και φωτεινό. Ο μαθητής του Αρέθας (850-932), επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, άφησε ερμηνευτικές εργασίες σε κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης σχόλια και παρατηρήσεις στον Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Ευσέβιο.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905-959) έγραψε την ιστορία του παππού του, Βασιλείου Α', έργο με πανηγυρικό χαρακτήρα. Ο Κωνσταντίνος όχι μόνο θέλησε να αναδιοργανώσει την παιδεία αλλά και παρακίνησε στη συγγραφή χρήσιμων έργων. Ο ίδιος έγραψε το έργο "Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν", που σχετίζεται με τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, το "Περί θεμάτων", σχετικό με τη διοικητική διαίρεση του κράτους, και την "Έκθεσιν περί Βασιλείου Τάξεως", που περιγράφει το πρωτόκολλο της βυζαντινής αυλής.
Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078), σημαντικός λόγιος, φιλόσοφος και ιστορικός, ανανέωσε τον φιλοσοφικό στοχασμό με τη μελέτη της πλατωνικής κυρίως φιλοσοφίας και προσπάθησε να διαχωρίσει τη φιλοσοφική από τη θεολογική σκέψη. Δίδαξε στο"Γυμνάσιον" που ίδρυσε οΚωνσταντίνος Θ' Μονομάχος. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, η φιλοσοφική παιδεία θα έπρεπε να ξεκινά από τη λογική και τη φυσική του Αριστοτέλη και, με τη βοήθεια του Πλάτωνα, του Πλωτίνου και του Πρόκλου, να μελετηθεί αργότερα η μεταφυσική. Έβλεπε τους αρχαίους ως προδρόμους του χριστιανισμού και ήρθε σε αντίθεση με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, προϊστάμενο του Διδασκαλείου των νόμων. Ως πλατωνιστής υπήρξε πρόδρομος όχι μόνο τουΓεωργίου Γεμιστού (Πλήθωνα)αλλά και του πλατωνισμού της Αναγέννησης. Στη Χρονογραφία του, όπου πραγματεύτηκε τα ιστορικά γεγονότα των ετών 976-1077, ο Ψελλός έδωσε επιτυχημένες εικόνες ιστορικών προσώπων. Τα γεγονότα της βασιλείας του Βασιλείου Β' τα πραγματεύτηκε εισαγωγικά. Η έκθεσή του δεν είχε πλατειασμούς και περιττολογίες, ακριβολογούσε και μελετούσε ψυχολογικά πρόσωπα και γεγονότα.
Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι.) ξεχώρισε ως αμερόληπτος ιστορικός. Πραγματεύτηκε την ιστορία της περιόδου 1034-1079, με οξεία παρατηρητικότητα και βαθιά κρίση. Η γλώσσα του τοποθετείται ανάμεσα στην απλούστερη ομιλούμενη του 9ου και 10ου αι. και την αρχαϊστική των χρόνων των Κομνηνών. Πολιτιστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το "Τυπικό" μοναστηριού και πτωχοκομείου που ίδρυσε, καθώς μάλιστα μας παρέχει και χρήσιμα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα.
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος (1062-1137) εξιστόρησε χωρίς μεγάλη αντικειμενικότητα τα γεγονότα των ετών 1070-1079, αρχίζοντας από τον Ισαάκιο Κομνηνό και φτάνοντας έως τα μέσα της βασιλείας του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Το έργο του Βρυέννιου θεωρείται κατώτερο από το έργο της γυναίκας του Αννας Κομνηνής, που συνέχισε την ιστορία του. Η "Αλεξιάς" της Αννας Κομνηνής (1083-1148)εκθέτει τα γεγονότα των ετών 1069 -1118 με βάση, εκτός των άλλων, τα αρχεία του κράτους και τη διπλωματική αλληλογραφία. Επηρεάστηκε από παλαιότερούς της ιστοριογράφους, αλλά κυρίως μιμήθηκε τον Θουκυδίδη. Δεν είχε όμως γνήσια ιστορική σύλληψη των γεγονότων και δεν διείσδυσε στις αιτίες τους. Μολονότι μεροληπτικό και με άλλα ελαττώματα, το έργο της παρέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Το ύφος της είναι αρχαϊστικό, ρητορικό και σε μεγάλο βαθμό τεχνητό.
Ο Ιωάννης Κίνναμος (1143 - 1185) πραγματεύτηκε στην "Επιτομή" του, με φιλαλήθεια και λακωνικότητα, τα γεγονότα της βασιλείας του Ιωάννη Β' και του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1118-1176). Έχει ως πρότυπο τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, και τον Προκόπιο.
Ο Νικήτας Χωνιάτης (1150 - 1210), στη "Χρονικήν Διήγησιν", που πραγματεύτηκε γεγονότα των ετών 1118-1206, έδειξε τη φιλαλήθεια και τον πατριωτισμό του, παρατηρητικότητα και ζωντάνια περιγραφής. Στηρίχτηκε στην πείρα του και σε διηγήσεις σύγχρονών του προσώπων. Έχει επίσημο, πομπώδες και σκοτεινό ύφος και αρχαϊστική γλώσσα. Μας δίνει όμως ενδιαφέρουσα εικόνα της Πόλης στα χρόνια της Αλωσης του 1204. Μερικοί τον τοποθετούν δίπλα στον Ψελλό. Έγραψε και θεολογικό σύγγραμμα, την "Πανοπλία Δογματική".
Ο Ιωάννης Σκυλίτσης που είχε χρηματίσει ανώτερος αξιωματούχος, πραγματεύτηκε γεγονότα από το 811 έως τα μέσα του 11ου αιώνα Στηρίχτηκε και σε άγνωστες σε μας πηγές. Ξεχωρίζουν μέσα στο έργο του όσα σχετίζονται με τον Βασίλειο Β'. Στην εισαγωγή του έργου του αντιμετώπισε κριτικά τους προγενέστερούς του ιστορικούς. Ο άλλος αξιόλογος χρονογράφος της εποχής, οΙωάννης Ζωναράς (αρχές 12ου αι.), πραγματεύτηκε γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως το 1118, τον θάνατο δηλαδή του Αλεξίου Α' Κομνηνού. Αντλώντας κυρίως από τον Σκυλίτση και τον Ψελλό και κατά ένα μέρος από τον Ατταλειάτη, έδειξε ανεξαρτησία απέναντι στις πηγές του. Έχοντας στενή εξάρτηση από την Αννα Koμνηνή, έκανε συμπληρώσεις στο έργο της.
Η μεγάλη φυσιογνωμία του Ευσταθίου, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1125-1194), ακτινοβόλησε τον 12ο αι. Υπήρξε λαμπρός μελετητής του Ομήρου και του Πινδάρου, αλλά και συνάμα της σύγχρονής του γλώσσας και των ηθών και εθίμων της εποχής του. Έγραψε "Παρεκβολάς εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Iλιάδα" καθώς και σχόλια στον Διονύσιο Περιηγητή και τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Πριν γίνει μητροπολίτης, είχε διατελέσει διδάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς το 1185. Από τα άλλα έργα του, θεολογικά, επιστημονικά και ρητορικά, ορισμένα παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον. Η "Επίσκεψις Βίου Μοναχικού" επί διορθώσει των περί αυτόν αναφέρεται στην αναδιοργάνωση του βίου των μοναχών της εποχής του. Ιδιαίτερη σημασία έχουν επίσης οι επιστολές και οι λόγοι του.
Στήν Υστερομεσαιωνική Περίοδο (1200-1600) παρουσιάστηκε μεγάλη ακμή στα γράμματα, μολονότι το κράτος κατέρρεε. Εντάθηκε τόσο η στροφή προς την αρχαιότητα όσο και η χρήση απλούστερης γλώσσας. Υπογραμμίστηκε έτσι ο μεταβατικός χαρακτήρας της περιόδου. Ο συντηρητικός κόσμος δέσποζε στην πεζογραφία, όπου κυριαρχούσε η αρχαϊστική γλώσσα. Ο ανανεωτικός κόσμος εκδηλώθηκε με τα έμμετρα γραμματειακά είδη. Ακραιφνέστερο εμφανίστηκε σε αυτή την περίοδο το ελληνικό και πατριωτικό αίσθημα που απομάκρυνε από την καθαυτό βυζαντινή παράδοση και οδήγησε σε μια αντίληψη καθαρά ελληνική που διαμορφώθηκε τόσο με αρχαϊστικά στοιχεία όσο και με στοιχεία της νεωτεριστικής νοοτροπίας. Η χρονογραφία παρήκμαζε, ενώ καλλιεργήθηκε με επιτυχία η ιστοριογραφία. Η αποκορύφωση του ανθρωπιστικού κινήματος οδήγησε στην καλλιέργεια των επιστημών, στη συστηματικότερη μελέτη της αρχαίας γραμματείας και στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής διανόησης με επίδραση από τον νεοπλατωνισμό του Ψελλού.
Σημαντικός ιστορικός υπήρξε ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), που έδρασε στη Νίκαια και μετά το 1261 στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε σημαντικός λόγιος και διδάσκαλος. Συνέβαλε μάλιστα στην αναδιοργάνωση της παιδείας επί Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Στο ιστορικό του έργο"Χρονική Συγγραφή" πραγματεύτηκε με ρεαλισμό και απαθή κρίση, και σε ύφος φροντισμένο και ακριβολόγο, τα γεγονότα των ετών 1203-1261. Έγραψε και "Επιτάφιον" στον Ιωάννη Γ' Βατάτζηκαθώς και προοίμιο στην έκδοση επιστολών του Θεοδώρου Λασκάρεως από 63 τρίμετρους.
Αξιόλογος υπήρξε και ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310), που με το έργο του"Συγγραφικαί Ιστορίαι" μας έδωσε εικόνα των γεγονότων των ετών 1255-1308. Εντρύφησε ιδίως στην έκθεση δογματικών διαφορών και διενέξεων. Ήταν αντίπαλος της φιλενωτικής πολιτικής τουΜιχαήλ Η'. Το ύφος του είναι εξεζητημένο και η λογιότητά του τον έκανε να συμφύρει στοιχεία παρμένα από τον Όμηρο, δογματικές συζητήσεις και στοιχεία της σύγχρονής του γλώσσας. Έγραψε και ποικιλία άλλων συγγραμμάτων, καθώς και ποιήματα, επιστολές και μία έμμετρη αυτοβιογραφία.
Από τους λογίους που στον 14o αι. μελέτησαν τον αρχαίο κόσμο αναφέρεται ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310). Με τις μεταφράσεις λατινικών συγγραμμάτων στα ελληνικά έγινε πνευματικός ενδιάμεσος μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου. Έγραψε σχόλια στον μαθηματικό Διόφαντο, γραμματικές και απανθίσματα από αρχαίους συγγραφείς. Ο Μανουήλ Μοσχόπουλος υπήρξε κι αυτός γραμματικός και σχολιαστής. Ήταν πραγματολόγος στο ύφος του. Και ο Θωμάς Μάγιστροςμε τις συγγραφές του εξυπηρέτησε την παιδεία. Σχολίασε τους τραγικούς και τον Αριστοτέλη, ίσως και τον Πίνδαρο. Αξιομνημόνευτα είναι τα έργα του "Περί βασιλείας" και "Περί πολιτείας". Υπήρξε επίσης λεξικογράφος.
Ιστοριογράφος των γεγονότων της εποχής του ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383), που εξιστόρησε τα γεγονότα από το 1320 έως το 1360. Δεν υπήρξε αμερόληπτος, αφού έλαβε μέρος στα πολιτικά γεγονότα των χρόνων του. Παρέχει όμως σημαντικές πληροφορίες για τους γειτονικούς λαούς. Το έργο του εκτιμάται και από αισθητική άποψη. Έγραψε και θεολογικά έργα, καθώς και παράφραση μέρους των από τα "Ηθικά Νικομάχεια" του Αριστοτέλη.
Μεγάλη είναι η συμβολή επίσης του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα (1360 - 1452), λόγιου με σημαντική δραστηριότητα. Μελετώντας τον πλατωνισμό και τους νεοπλατωνικούς, προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία. Φιλοσόφησε και θεολόγησε, όμως δεν ήταν χριστιανός. Οι Νόμοι του δεν διασώθηκαν ολόκληροι. Τα άλλα έργα του είναι φιλοσοφικά, ιστορικά, αστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, ρητορικά και μουσικά. Σημαντικό είναι εκείνο που επιγράφεται "Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται". Σε υπομνήματά του έδωσε συμβουλές για τα μεγάλα και ποικίλα ζητήματα της εποχής του.
Ο Βησσαρίων (1403-1472) υπήρξε μητροπολίτης στη Νίκαια και αργότερα καρδινάλιος. Γνώστης του ιταλικού ανθρωπισμού, έγινε οπαδός των δυτικών δογμάτων. Συνεχιστής κατά ένα μέρος του πλατωνισμού του Ψελλού, άντλησε έμπνευση και από θεολόγους του δυτικού Μεσαίωνα. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη μύηση των Ελλήνων της εποχής του στη γνώση της ευρωπαϊκής τεχνικής. Συνηγόρησε στον δόγη της Βενετίας για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Έγραψε Κριτικές θέσεις κατά του Γεωργίου Τραπεζουντίου, που συκοφαντούσε τον Πλάτωνα.
Τέσσερις ιστοριογράφοι εξιστόρησαν τα γεγονότα της εποχής. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1432-1490) ακολούθησε ως πρότυπα τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο και πραγματεύτηκε γεγονότα κυρίως από το 1298 έως το 1463. Αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τα γεγονότα, όμως δεν υπήρξε ακριβής στις χρονολογίες του. Πίστευε στα πεπρωμένα του ελληνισμού, παρά την πτώση που διαπίστωνε στην εποχή του. Το ύφος του ήταν επιτηδευμένο και ασαφές.
Ο Δούκας (1400-1470) άρχισε το έργο του με τα γεγονότα του 1341 και κατέληξε στην τουρκική κατάληψη της Μυτιλήνης (1462). Διακρίνεται για τη φιλαλήθειά του και τη ζωντανή έκθεση των γεγονότων. Καλλιέργησε έναν ηθελημένο δημοτικισμό και η νοοτροπία του ήταν μάλλον ανθρώπου του λαού. Υπήρξε φιλενωτικός, αλλά συνάμα πατριώτης.
Ο Γεώργιος Σφραντζής (1401-1478), αξιωματούχος της αυλής, έγραψε Χρονικό των ετών 1413-1478. Η γλώσσα του Σφραντζή δεν ήταν επιμελημένη, διαφέροντας από εκείνη του Κριτόβουλου και του Χαλκοκονδύλη. Στο εκκλησιαστικό ζήτημα ακολούθησε την ανθενωτική τάση.
Η κρητική λογοτεχνική παραγωγή του 15ου και του 16ου αι. πρέπει να τοποθετηθεί στα πλαίσια της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας. Στην Κρήτη μάλιστα, τον επόμενο αιώνα, η μεσαιωνική δημώδης λογοτεχνία θα βρει την αποκορύφωσή της με τα έργα του Γεωργίου Χορτάτση (Πανώρια, Ερωφίλη, Κατζούρμπος) και του Βιτσέντζου Κορνάρου (Η θυσία του Αβραάμ και Eρωτόκριτος). Ο Ερωτόκριτος θεωρείται το σπουδαιότερο ελληνικό λογοτεχνικό μνημείο έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου