Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Μουσική


Μουσική

Με τον όρο "Βυζαντινή Μουσική" εννοούμε την κάθε λογής μουσική παραγωγή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κυρίως σημαίνει τη μουσική της λατρείας της ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Από τη μελέτη των πηγών οδηγούμαστε σε μια διάκριση της μουσικής παραγωγής της βυζαντινής εποχής ανάλογα με τη λειτουργικότητά της στη ζωή. Από τη μια έχουμε την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, που χρησιμοποιείται στη λατρεία και γενικά στις θρησκευτικές τελετές, με καταφανή επίδραση και διάδοση και έξω από τα όρια της αυτοκρατορίας, από την άλλη υπάρχει παράλληλα η κοσμική βυζαντινή μουσική, που συντροφεύει τις διασκεδάσεις, τις χαρές και τα γλέντια των Βυζαντινών και γενικά κάθε εκδήλωση έξω από τα εκκλησιαστικά πλαίσια και που είναι δεμένη με τις τοπικές παραδόσεις και χρωματισμένη από την ιδιοσυγκρασία των επιμέρους πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Όσο και αν υπάρχει αλληλεπίδραση των δύο αυτών ειδών μουσικής, ουσιαστικά παρατηρείται, κυρίως από την εκκλησιαστική πλευρά, η τάση για δημιουργία στεγανού διαχωριστικού διαφράγματος, γιατί η μουσική καλλιέργεια θεωρείται μέσο «ψυχαγωγίας» με την αρχαία σημασία του όρου, ψυχικής παιδείας με ορισμένο στόχο. Η κοσμική μουσική, συνδεμένη με τις διασκεδάσεις του ειδωλολατρικού παρελθόντος - που σχετιζόταν άμεσα ή έμμεσα με τη λατρεία των αρχαίων θεών - δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την εκκλησία, έτσι όσο μεγάλωνε η επιρροή της στη βυζαντινή κοινωνία, τόσο παραμεριζόταν στο περιθώριο της επισημότητας και της δημοσιότητας η κοσμική μουσική. Αυτός είναι ο λόγος που οι πηγές για την κοσμική μουσική είναι εξαιρετικά φειδωλές και η γνώση μας ελλιπής σ' αυτόν τον τομέα.

Η σειρά των μεγάλων υμνογράφων του Βυζαντίου, που ήταν μαζί ποιητές και συνθέτες της μουσικής των εκκλησιαστικών ύμνων, φαίνεται πως αρχίζει ήδη από τον 3o αιώνα με τον επίσκοπο Μεθόδιο. Μια πρώτη ωριμότητα κατακτάται τον 4o και 5o αιώνα (Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ανθιμος, Αυξέντιος) και οδηγεί στην πρώτη μεγάλη κορύφωση (6ος - 7ος αι.) με τους δημιουργούς του Κοντακίου Αναστάσιο Κυριακό και κυρίως το Ρωμανό Μελωδό, του οποίου η μεν ποίηση τοποθετείται δίπλα σε αυτήν των αρχαίων λυρικών σε ύψος και έξαρση, η δε μουσική δεν φαίνεται να υστερεί από το υψηλότατο αυτό επίπεδο. Ακολουθούν οι διδάσκαλοι του Κανόνος: ο Ανδρέας ο Κρήτης, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Κοσμάς Ιεροσολυμίτης (7ος, 8ος αι.). Τον 9ο αιώνα η μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης γίνεται το επίκεντρο της υμνογραφίας: Θεόδωρος Στουδίτης, Ιωσήφ Στουδίτης και Θεοφάνης Στουδίτης. Φτάνουμε έτσι σε μία δεύτερη κορύφωση: περισσότερο από το ένα τρίτο των ονομάτων υμνογράφων των έντεκα αιώνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που σώθηκαν ανήκουν στον 9o αιώνα. Η περίοδος αυτή συνεχίζεται τον 10o και 11ο αιώνα, αλλά με τον Ιωάννη Μαυρόποδα, τον επονομαζόμενο τελευταίο των Ελλήνων Πατέρων, κλείνει η περίοδος της υμνογραφίας. Έχουν συγκεντρωθεί πλέον τόσο πολλοί ύμνοι, ώστε η Εκκλησία αποφασίζει να απαγορεύσει τη σύνθεση νέων ύμνων από την εποχή αυτή και ύστερα.


Αρχιτεκτονική

Η αρχιτεκτονική της παλαιοχριστιανικής περιόδου, δηλαδή της περιόδου που ξεκίνησε με την αναγνώριση της χριστιανικής ως επίσημης θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο και έκλεισε με την αραβική κατάκτηση των νότιων επαρχιών της αυτοκρατορίας και την απώλεια της ελευθερίας των θαλασσινών δρόμων (7ος αι.), μας είναι γνωστή από πολλά μνημεία που διατηρούνται ακόμα, γνήσια ή παραποιημένα, και από πολύ περισσότερα ερείπια που ήρθαν στο φως, κυρίως με ανασκαφές στις τελευταίες δεκαετίες. Την εποχή αυτή συνεχίστηκε και προεκτάθηκε η τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, του οποίου οι μνημειακές μορφές χρησιμοποιούνταν πλέον για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας επίσημης θρησκείας. Αυτές σχετίζονταν τόσο με την ιδεολογική της επιβολή, την οποία εξυπηρετούσε η μεγαλοπρέπεια των κτιρίων και η λαμπρότητα των υλικών, όσο και με την πρακτική προσαρμογή των κτιρίων στη νέα λατρεία. Τότε καθορίστηκαν, σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις, οι κυριότεροι τύποι εκκλησιαστικών κτιρίων ανάλογα με τον προορισμό τους (ναοί, μαρτύρια, βαπτιστήρια κλπ.) και καταστρώθηκε η συγκρότηση του χριστιανικού ναού, η λειτουργία κάθε τμήματός του, δημιουργήθηκαν νέα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το εγκάρσιο κλίτος στις βασιλικές, ο τρούλος σε ποικίλους συνδυασμούς κλπ., που αποτελούν και τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η σημασία της εποχής αυτής για την ιστορία ολόκληρης της μεσαιωνικής τέχνης είναι τεράστια και η ακτινοβολία της ξεπερνά τα χρονικά της όρια. Όλες οι σχολές της χριστιανικής τέχνης ξεκινούν από την παλαιοχριστιανική και σχεδόν για όλες τις κατηγορίες των καλλιτεχνημάτων των μεταγενέστερων εποχών θα βρούμε τα μακρινά πρότυπα σε αυτή. Αλλά στην τεράστια εδαφική έκταση που κατείχε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιλαμβάνονταν ακμάζουσες ελληνιστικές πόλεις με ισχυρές εγχώριες καλλιτεχνικές παραδόσεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια. η Έφεσος και η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, η οποία εμπλουτιζόταν συνεχώς με νέα κτίσματα, αυτοκρατορικά και εκκλησιαστικά, και έγινε έτσι το νέο και σπουδαιότερο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονταν οι καλλιτεχνικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας και από το οποίο εκπορεύονταν τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι αρχιτέκτονες και οι αρχιτεκτονικοί τύποι προς τις εσχατιές της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή και Δύση.

Ο τύπος ναού που κυριάρχησε στις μεγαλύτερες εκκλησίες έως τον 6o αι. ήταν η βασιλική, που προερχόταν από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό και έπειτα ρωμαϊκό κτίριο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Παρά το γεγονός αυτό, τα κύρια χαρακτηριστικά της τη διαφοροποίησαν από νωρίς σε σχέση με τα πρότυπά της. Πρόκειται για μια μεγάλη, μακρόστενη, ορθογώνια αίθουσα, χωρισμένη με κιονοστοιχίες, σε τρία ή πέντε κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο και ψηλότερο από τα άλλα. Η αίθουσα καταλήγει ανατολικά σε μια μεγάλη, συνήθως εξέχουσα ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Τράπεζα, το σύνθρονον και ο επισκοπικός θρόνος. Αρκετά νωρίς (4ος αι.) δημιουργήθηκε μπροστά στο ιερό ένα εγκάρσιο κλίτος, που μπορούσε και να εξέχει στα πλάγια, το οποίο συνδεόταν με το μεσαίο κλίτος με μεγάλο θριαμβευτικό τόξο. Η Αγία Τράπεζα στις βασιλικές αυτές συχνά βρισκόταν στο σημείο της διασταύρωσης των αξόνων των κλιτών (Αγιος Δημήτριος). Το ιερό διαχωριζόταν από τον ναό με ένα κιγκλίδωμα με μαρμάρινες κολώνες και θωράκια. Το κεντρικό κλίτος, το ψηλότερο και φωτεινότερο τμήμα, με πολυτελέστερη διακόσμηση οροφής και δαπέδου, όπου βρισκόταν και ο άμβωνας, προοριζόταν μόνο για τους επισήμους και τους εκκλησιαστικούς, ενώ τα πλάγια κλίτη, που χωρίζονταν από το μεσαίο με θωράκια, προορίζονταν για τους πιστούς λαϊκούς, ο νάρθηκας για τους κατηχούμενους και η συνεχόμενη προς αυτόν πρόθεση για την απόθεση των προσφορών. Η ευρύχωρη αυλή, το αίθριο, με τη φιάλη, προοριζόταν για όλους.

Παράλληλα με τις βασιλικές, χρησιμοποιήθηκαν στον 4o και 5o αι. για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα Μαρτύρια, που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονταν από αρχαία μαυσωλεία: περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο, σε ποικίλες μορφές. Κυκλικά κτίρια με κυκλική κιονοστοιχία, που έφερε τον τρούλο, όπως η Αγία Κωστάντζα ή ο Αγιος Στέφανος Ροτόντα στη Ρώμη, οκταγωνικά, όπως το μεγάλο μαρτύριο του αποστόλου Φιλίππου στην Ιεράπολη της Φρυγίας ή ο οκτάγωνος ναός στους Φιλίππους με ημικυκλική αψίδα ή στην Έσρα (Σόρα) της Συρίας και της Παναγίας στην Παλαιστίνη (Γκαριζίμ).Στους ναούς - μαρτύρια, καθώς και σε μερικά βαπτιστήρια του τύπου αυτού (Έφεσος, Αγίου Μηνά Αιγύπτου κ.ά.), ο τρούλος στηριζόταν σε ένα οκτάγωνο που σχημάτιζαν οκτώ πεσσοί με ενδιάμεσες κολόνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι μπορεί να σχημάτιζαν επίσης οκτάγωνο και τετράγωνο, οπότε γωνιακές κόγχες εξασφάλιζαν τη μετάβαση από το ένα σχήμα στο άλλο. Την προτίμηση του συστήματος αυτού από τους αρχιτέκτονες της εποχής του Ιουστινιανού μαρτυρεί ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη και λίγο αργότερα του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα,όπως και άλλοι ναοί που ξέρουμε μόνο από περιγραφές, καθώς πολλοί δεν σώζονται.

Στα περίκεντρα κτίρια κυριάρχησε ο μεγάλος τρούλος που έστεφε έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία - πεσσοί, κολόνες, εξέδρες και τόξα - τόνιζαν τον κατακόρυφο άξονα. Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιούργησε μια τομή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιέρωσε τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού: η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Τα στοιχεία που τη συνέθεσαν ανήκαν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά συναρμόστηκαν κατά τρόπο νέο, σε μεγαλειώδη σύνθεση, ώστε ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες και πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων, ολοένα μεγαλύτερους και πλατύτερους. Η ανοδική αυτή κίνηση, που περιέβαλε και συνέπαιρνε τον πιστό, κορυφωνόταν και ολοκληρωνόταν στον τεράστιο τρούλο, που έδινε την εντύπωση ότι μόλις που στηριζόταν πάνω στο κτίριο, χωρίς υλικό βάρος, όλα μετουσιώνονταν σε μια πνευματική ενότητα που εκφραζόταν με τη ρυθμική ανάταση του ενιαίου χώρου. Κανένα από τα κτίρια που έγιναν την ίδια εποχή με την Αγία Σοφία ή στις επόμενες εποχές στην περιοχή του Βυζαντίου δεν έφτασε το μέγεθος των διαστάσεων και τον πλούτο των υλικών της. Αυτό όμως που αποτελεί τη μοναδικότητά της και της προσδίδει την καίρια σημασία είναι ότι σε αυτήν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, με τέτοια τόλμη και αισθητική αρτιότητα, η ιδανική στατική λύση στη στήριξη του μεγάλου τρούλου, λύση που συνταίριαζε την ιδέα της εκκλησίας - εικόνας του κόσμου με τις συναισθηματικές τάσεις για έξαρση και εξάπλωση και με τις αυτοκρατορικές ιδέες για μεγαλείο και επιβολή. Θα έλεγε κανείς ότι κάθε τρουλωτός ναός της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκδηλώνει μια νοσταλγική ανάμνηση της Αγίας Σοφίας.

Η γοητεία της τρουλωτής οροφής οδήγησε σε συνδυασμούς του τρούλου με τη βασιλική. Από παλιά υπήρχε η ανάγκη, ίσως για λόγους λειτουργικούς, να εξαρθεί ο χώρος μπροστά στην αψίδα του βήματος, είτε να δημιουργηθούν μικρότερα σταυροειδή κτίρια, όπως ο Όσιος Δαβίδ Θεσσαλονίκηςή το λεγόμενο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλασίντια στη Ραβένα (5ος-6ος αι.). Παλαιότερα πολύ σπάνια υπήρχαν παραδείγματα βασιλικής με χτιστό τρούλο (Μεριαμλίκ), αλλά στον 6o αι. θα τα συναντήσουμε συχνότερα, π.χ. ο Αγιος Πολύευκτος (524-527) και η πρώτη Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, η βασιλική Β' στους Φιλίππους, το Τζάριτζιν Γραδ Σερβίας, ο Αγιος Τίτος στη Γόρτυνα Κρήτης, η Καταπολιανή στην Πάρο και, τέλος, το Κασρίμπν-Βαρντάν στη Συρία (564).Στα κτίρια αυτά φανερώθηκαν κατά διάφορους τρόπους οι συνέπειες της προσθήκης ενός μέλους με σημαντικό βάρος σε ένα σύστημα δόμησης που δεν ήταν προορισμένο γι’ αυτό τον σκοπό. Κατά γενικό τρόπο, ο βασικός χαρακτήρας της βασιλικής, ως κτιρίου με ορισμένη κατεύθυνση, χάθηκε.

Το τέλος της εικονομαχίας (843) και η άνοδος της Μακεδονικής δυναστείας (867) σημείωσαν την απαρχή μιας εποχής νέας ακμής του Ρωμαίικου κράτους, τόσο στην κρατική πολιτική όσο και στην περιοχή της πνευματικής καλλιέργειας, γιατί έφτασαν σε υψηλό επίπεδο οι επιστήμες, τα γράμματα και οι τέχνες, ώστε να γίνεται συνήθως λόγος για τη Μακεδονική Αναγέννηση. Την ίδια εποχή ακτινοβολούσε ο ρωμαίικος πολιτισμός μέχρι τη Ρωσία, όπου η αρχιτεκτονική και κυρίως η ζωγραφική βρίσκονταν σε εξάρτηση από τη βυζαντινή τέχνη, που παρέμενε η διδασκάλισσα, σε Ανατολή και Δύση. Στην αρχιτεκτονική παρατηρείται, σύμφωνα με ένα γενικό πνεύμα επιστροφής σε παλαιότερα πρότυπα, μια ανανέωση του τύπου της σχετικής μεγάλης βασιλικής, όπως τον βλέπουμε στον μητροπολιτικό ναό στην Καλαμπάκα, στον Αγιο Αχίλλειο της Πρέσπας και σε μια σειρά από άλλες μεγάλες εκκλησίες. Όμως, ο σταυροειδής με τρούλο επικράτησε και εξελισσόταν διαρκώς, ώστε οι τέσσερις κομψές κολόνες (τετρακιόνιος) και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα να μεγαλώσουν τόσο, ώστε κάποτε να στεγάζονται με ιδιαίτερο τρούλο το καθένα και έτσι ο ναός να έχει συχνά πέντε τρούλους. Το πεντάτρουλο σύστημα καθιέρωσε ένα αυτοκρατορικό κτίσμα του 880, η Νέα, ίσως από επίδραση των παλαιότερων Αγίων Αποστόλων. Τον ίδιο ναό του Ιουστινιανού έχει ως πρότυπο και ο Αγιος Μάρκος της Βενετίας. Στον πεντάτρουλο τύπο της Νέας ανήκει ο παλαιότερος ναός (907) στο σύμπλεγμα της Μονής του Λιβός (Φεναρί Ισά) και πολλοί άλλοι.

Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης τό 1261, επέφερε μια γενική πνευματική άνθηση και μια τάση επιστροφής και αναβίωσης παλαιότερων μορφών που εκδηλώθηκε στην αρχιτεκτονική με την επάνοδο σε ξεχασμένους τύπους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβίωσε στην Αγία Σοφία στη Μονεμβασία και στους Αγίους Θεοδώρους στον Μυστρά και κατά ένα μέρος στην Παρηγορίτισσα στην ’ρτα. Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανήλθε, μόνο που τώρα ήταν χαμηλός: τον βρίσκουμε στην Πόλη, στη Μονή του Λιβός, καθώς και στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης: Αγιοι Απόστολοι, Αγία Αικατερίνη, Αγιος Νικόλαος Ορφανός κ.ά. Και ο κάπως σπάνιος τύπος του Βροντοχίου, της μητρόπολης και της Παντάνασσας στον Μιστρά, καθώς και του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου, συνδυασμένη με σταυροειδή με τρούλο στον όροφο, θυμίζει έντονα την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινούπολης του 8ου αι. Παράλληλα, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται και όλοι οι καθιερωμένοι τύποι, τόσο οι δικιόνιοι και τετρακιόνιοι, σταυροειδείς, όσο και οι βασιλικές, οι απλοί θολοσκέπαστοι μονόχωροι, καθώς και οι διώροφοι νεκρικοί ναοί. Ενδεικτική της αδυναμίας της εποχής για νέα μεγάλα έργα ήταν η συνήθεια να προσθέτουν σε παλαιές εκκλησίες νέα προσκτίσματα. Το παράδειγμα έδωσε η πρωτεύουσα, όπου προσκτίστηκαν παρεκκλήσια προορισμένα για την ταφή βασιλικών ή αρχοντικών οικογενειών, στην Παμμακάριστο κ.α. Προσκτίστηκαν επίσης μεγαλοπρεπείς νάρθηκες και εξωνάρθηκες, όπως στο Καχριέ, στο Κιλισέ, στην Πόρτα Παναγιά Θεσσαλίας κ.α. Η πρωτεύουσα όμως πάντα υπερείχε στο μέτρο και την κομψότητα. Εσωτερικά οι πολυτελέστεροι τρόποι διακόσμησης με ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά έγιναν σπανιότεροι και μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. σταμάτησαν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου