Δευτέρα 13 Μαΐου 2013


Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-565)

Το βυζαντινό κράτος, ρωμαϊκό ακόμα στη διοίκηση, στο δίκαιο και στην επίσημη γλώσσα του, αναδιοργανώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού. Η ανάγκη αναδιοργάνωσης είχε γίνει πολύ επιτακτική, επειδή το κράτος την εποχή εκείνη είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους πατροπαράδοτους εξωτερικούς του εχθρούς, τους Πέρσες, αλλά και νέους αντιπάλους, όσους η μετανάστευση των λαών καθιστούσε απειλητικούς στα σύνορά του. Για περίπου εκατό χρόνια το κράτος αντιμαχόταν τους Αλαμάνους στη Δύση, τους Γότθους στα Βαλκάνια, τους Πέρσες στην Ανατολή, τούςΟύννους καί τούς Οστρογότθους οι οποίοι τελικά στράφηκαν προς την Ιταλία και ίδρυσαν δικό τους βασίλειο στη θέση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, που στην ουσία είχε ήδη καταλυθεί από τον Οδόακρο τό 476.

Τή δυναστεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου (325-378), απετέλεσαν οι αυτοκράτορεςΚωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας, ο Κωνστάντιος, ο Ιουλιανός, ο Ιοβιανός και ο Ουαλεντινιανός με τον Ουάλη (364-376). Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) έγινε μονοκράτορας νικώντας το Μαξέντιο στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη (312) και το Λικίνιο στην Αδριανούπολη (323)· για λόγους πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς μετέφερε την πρωτεύουσα στο Βυζάντιο. Υποστήριξε το χριστιανισμό με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) περί ανεξιθρησκίας, με τηνΑ΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) στη Νίκαια και με τη βάφτισή του (337). Φρόντισε για τη διοίκηση, μείωσε τη φορολογία και δημιούργησε κυρίως μισθοφορικό στρατό. Ο Κωνστάντιος (337-361) εξόντωσε τα άλλα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και κυβέρνησε μόνος του διαταράσσοντας την εσωτερική γαλήνη, γιατί υποστήριξε τον αρειανισμό. Ο Ιουλιανός (361-363)θέλοντας να πετύχει την αναβίωση των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων και τεχνών προσπάθησε να επαναφέρει ως επίσημη θρησκεία του κράτους την αρχαία πολυθεϊστική θρησκεία, γι' αυτό ονομάστηκε «Παραβάτης ή Αποστάτης». Σκοτώθηκε πολεμώντας τούς Πέρσες. Ο διάδοχός τουΙοβιανός (363-364) συνήψε ειρήνη με τους Πέρσες, αλλά πέθανε ξαφνικά σε ένα χρόνο. Τον διαδέχτηκε ο Ουαλεντινιανός (364-376), που όρισε Αύγουστο στο ανατολικό τμήμα τον αδερφό του Ουάλη, ο οποίος σκοτώθηκε (378) πολεμώντας με τους Βησιγότθους. Από το Γρατιανό, γιο του Ουαλεντινιανού, ορίστηκε αύγουστος στην Ανατολή ο στρατηγός Θεοδόσιος, που έγινε ιδρυτής νέας δυναστείας.

Δυναστεία του Θεοδοσίου (379-457): Διατέλεσαν αυτοκράτορες ο Θεοδόσιος Α΄ ο Μέγας, ο Αρκάδιος, ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός και ο Μαρκιανός με την Πουλχερία. Ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395) εδραίωσε το χριστιανισμό, με τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (381) και η λήψη μέτρων κατά των εθνικών και αιρετικών· οργάνωσε ισχυρό στρατό, νίκησε τους Γότθους, κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες και διαίρεσε το κράτος οριστικά σε Ανατολικό (Αρκάδιος) και Δυτικό (Ονώριος). Τον Αρκάδιο (395-408) διαδέχτηκε ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός (408-450), ο οποίοςΘεοδοσιανό τείχοςεπιτροπευόταν από την αδερφή του Πουλχερία και τον έπαρχο Ανθέμιο· αξιόλογη ήταν η δραστηριότητα της γυναίκας του Ευδοκίας. Στην εποχή του κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη τοΘεοδοσιανό τείχος, ιδρύθηκε το«Πανδιδακτήριο», συγκλήθηκε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο και δημιουργήθηκε ο«θεοδοσιανός κώδικας».Ο Μαρκιανός (450-457) με τη γυναίκα του Πουλχερία συγκάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451) και επιδόθηκαν σε έργα φιλανθρωπίας.

Δυναστεία του Λέοντα Α΄ (457-518). Διετέλεσαν αυτοκράτορες ο Λέοντας Α΄, ο Ζήνωνας και ο Αναστάσιος Α΄. Ο Λέοντας Α΄ (457-474) στέφθηκε αυτοκράτορας από τον πατριάρχη. Στα χρόνια του έγινε η εκστρατεία κατά των Βανδάλων με επικεφαλής το Βασιλίσκο, η οποία κατέληξε σε καταστροφή. Ο Ζήνωνας (474-491) διαδέχτηκε τον εξαετή γιο του Λέοντα Β΄. Στην εποχή του κάηκε η βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης και καταλύθηκε το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος (476). Ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) κυβέρνησε με σύνεση καταργώντας τη βαριά φορολογία. Κατασκεύασε μεγάλο τείχος γύρω από την Κωνσταντινούπολη και διαχειρίστηκε καλά τα οικονομικά. Στην εποχή του εμφανίστηκαν οι Σλάβοι, Aβαροι και Βούλγαροι.

Στις οικουμενικές συνόδους του 325 (Νίκαια), του 381 (Κωνσταντινούπολη), του 431 (Έφεσος) και του 451 (Χαλκηδών) διατυπώθηκε το σύμβολο της πίστης και καθορίστηκε η ορθόδοξη διδασκαλία. Παρ' όλα αυτά, η θρησκευτική ενότητα του κράτους δεν αποκαταστάθηκε. Οι μονοφυσιτικοί πληθυσμοί των νοτιοανατολικών και νότιων περιφερειών του κράτους αντιδρούσαν επίμονα στις ορθόδοξες αντιλήψεις του κέντρου, προπάντων επειδή κάτω από τον θρησκευτικό και δογματικό μανδύα κρύβονταν αντιθέσεις εθνικής και πολιτικής φύσης.

Δυναστεία του Ιουστινιανού (518-610): Διατέλεσαν αυτοκράτορες οι Ιουστίνος Α΄, Ιουστινιανός Α΄, Ιουστίνος Β΄, Τιβέριος Β΄, Μαυρίκιος και Φωκάς. Ο Ιουστίνος Α΄ (518-527) ήταν αγράμματος αλλά καλός στρατιώτης. Σύμβουλό του είχε τον ανιψιό του Ιουστινιανό, ο οποίος ουσιαστικά κυβερνούσε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του θείου του καί επισήμως ανέλαβε τό 527. Ο Ιουστινιανός Α' διακρινόταν για την εργατικότητα και την ικανότητα να εκλέγει κατάλληλους συνεργάτες.

Τό 532 παραλίγο νά αποβεί μοιραίο γιά τόν αυτοκράτορα όταν κατά τή «Στάση του Νίκα» , η πρωτεύουσα παραδόθηκε στις φλόγες, καί ένας ανηψιός του Αναστασίου Α' αναγορεύθηκε αυτοκράτορας και φόρεσε την πορφύρα μέσα στον Ιππόδρομο. Ο Ιουστινιανός νόμισε ότι όλα είχαν χαθεί γι' αυτόν και ετοιμαζόταν να τραπεί σε φυγή. Το θάρρος όμως της αυτοκράτειρας Θεοδώρας τον απέτρεψε από το σχέδιο αυτό, ενώ τον θρόνο του έσωσε η αποφασιστικότητα τουΒελισσαρίου και η δεξιότητα του Ναρσή. Σε διαβουλεύσεις με τους Βενέτους ο Ναρσής διέσπασε την ενότητα των επαναστατών, ενώ ο Βελισάριος εισέβαλε στον Ιππόδρομο με ένα στρατιωτικό άγημα που ήταν πιστό στον αυτοκράτορα και κατατρόπωσε τους ανυποψίαστους επαναστάτες. Μία αποτρόπαια σφαγή, που στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες λαού, έθεσε τέλος στο επαναστατικό κίνημα.

Με τη συνεργασία αυτών των δύο στρατηγών, επεδίωξε και κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο της Ανατολής, για να μπορέσει να ρίξει όλο το βάρος της πολεμικής μηχανής του Βυζαντίου στη Δύση. Κατανίκησε τους Βανδάλους της Αφρικής (533) και έπειτα από μακρούς και σκληρούς αγώνες τους Οστρογότθους της Ιταλίας (535-553). Τέλος, κατέλαβε τμήματα της Ισπανίας και με αυτό τον τρόπο μετέβαλε και πάλι τη Μεσόγειο σε ρωμαϊκή λίμνη.

Στις περιόδους ειρήνης ανέπτυξε το εμπόριο και τη βιομηχανία, κατασκεύασε πολυάριθμα κτίσματα, μεταξύ των οποίων την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, εκχριστιάνισε πολλούς από τους γύρω λαούς, έκλεισε την τελευταία φιλοσοφική σχολή της Αθήνας (529), οργάνωσε τηνΕ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (553), φρόντισε για τη διοίκηση και στη νομοθεσία σε τρία χωριστά μέρη (Εισηγήσεις, Πανδέκτης, Ιουστινιάνειος Κώδιξ) περιέλαβε ό,τι είχε ακόμα ισχύ δικαίου από τις αποφάσεις των παλιών νομοδιδασκάλων και τους νόμους των προηγούμενων αυτοκρατόρων. Οι νόμοι του Ιουστινιανού, «Νεαραί» αποτέλεσαν το τέταρτο μέρος του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, που είναι γνωστό στον νεότερο κόσμο ως «Corpus juris civilis».

Τήν εποχή αυτή, η Κωνσταντινούπολη, ως φυσικός εμπορικός κόμβος μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, ήλεγχε τη διακίνηση των αγαθών μεταξύ των δύο ηπείρων. Το εμπόριο της Μεσογείου ήταν αποκλειστικά στα χέρια Ελλήνων και Σύριων εμπόρων. Βέβαια για τη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε ιδιαίτερη σημασία η οικονομική συναλλαγή με τις εξαθλιωμένες χώρες της Δύσεως, αλλά το εμπόριο με την Ανατολή, την Κίνα και τις Ινδίες. Ο Ιουστινιανός επιχείρησε να εξασφαλίσει τη σύνδεση με την Κίνα από οδό, που θα περνούσε από τα ορμητήρια της αυτοκρατορίας Χερσώνα και Βόσπορο στην Κριμαία και Λαζική στον Καύκασο. Εδώ διατηρούσαν οι Βυζαντινοί ζωηρές εμπορικές σχέσεις με τις φυλές της στέππας στα βόρεια του Πόντου, στις οποίες προμήθευαν υφάσματα, κοσμήματα και κρασιά με αντάλλαγμα γουναρικά, δέρματα και σκλάβους.

Παράλληλα η κυβέρνηση του Ιουστινιανού φρόντισε να εξασφαλίσει τη θαλάσσια επικοινωνία με τον Ινδικό Ωκεανό διά μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης. Θέλοντας να ενισχύσει τη δική της θαλάσσια συγκοινωνία με την Ανατολή καλλιέργησε τις σχέσεις με το αιθιοπικό βασίλειο της Αξώμης. Ωστόσο ούτε οι Βυζαντινοί ούτε οι Αιθίοπες έμποροι μπόρεσαν να κλονίσουν την περσική κυριαρχία στον Ινδικό Ωκεανό. Ευτύχημα για την αυτοκρατορία ήταν ότι πράκτορές της επέτυχαν να πληροφορηθούν το μυστικό για να καλλιεργούν το μετάξι και να μεταφέρουν λαθραία μεταξοσκώληκες από τήν Κίνα στην Κωνσταντινούπολη. Η παραγωγή σε μετάξι στο Βυζάντιο άνθησε σύντομα σε μεγάλο βαθμό στην Κωνσταντινούπολη, στην Αντιόχεια, στην Τύρο και στηΒηρυττό και αργότερα στη Θήβα και έγινε ένας από τους πιο ανθηρούς κλάδους της βυζαντινής βιοτεχνίας, που ως κρατικό μονοπώλιο αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές πηγές εσόδων του βυζαντινού κράτους.

Η κοινωνική όψη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατά την εποχή αυτή, χαρακτηρίζεται από την επεκτατική τάση της μεγάλης ιδιοκτησίας και τα αντίρροπα μέτρα της κεντρικής εξουσίας. Οι coloni, οι καλλιεργητές δηλαδή οι οποίοι είναι ελεύθεροι νομικά, αλλά προσδεδεμένοι στη γη, την οποία δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψουν, αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής. Ο Ιουστινιανός, κατά τη βασιλεία του οποίου φτάνει στο αποκορύφωμά της η αναμέτρηση μεγαλοϊδιοκτητών και κεντρικής εξουσίας, με σειρά συνετών και αυστηρών μέτρων κατόρθωσε να χαλιναγωγήσει τις φιλοδοξίες των μεγαλογαιοκτημόνων και να προλειάνει μεταγενέστερες εξελίξεις.

Η πρωτοβυζαντινή υπήρξε περίοδος ραγδαίου εξελληνισμού του κράτους. Η ελληνική άρχισε να αντικαθιστά σε όλους τους τομείς τη λατινική γλώσσα: τον 4ο αι. αναγνωρίζονταν έγκυρες οι διαθήκες που ήταν γραμμένες στα ελληνικά, τον 5ο αι. άρχισαν να γράφονται στα ελληνικά και οι δικαστικές αποφάσεις και τον 6ο αι. η ελληνική γλώσσα κυριάρχησε και στη νομοθεσία. Είναι αυτονόητο όμως ότι ο εξελληνισμός αυτός αφορά το επίσημο κράτος διότι στα γράμματα και στην παιδεία η επικράτηση του ελληνικού πνεύματος ήταν ήδη μία πραγματικότητα.


Αγία Σοφία

Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα. Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους Βυζαντινούς, οι ειδωλολάτρες. Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν το 346.

Κατά την εποχή του Αρκαδίου, το 404, η πρώτη Αγιά Σοφιά πυρπολείται και θα κτισθεί εκ νέου από τον Θεοδόσιο Β'. Θα πυρποληθεί όμως και πάλι το 532, κατά τη Στάση του Νίκα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφασίζει να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες. Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας έγινε προσφορά: Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα των Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών». Η εκκλησία έχει μήκος 75 μέτρα και πλάτος 70 μέτρα. Ο τρούλλος έχει περίμετρο 32 μέτρα και φωτίζεται από 40 παράθυρα. Το υψηλότερο σημείο του τρούλλου έχει ύψος 56 μέτρα. Εκατό κολόνες από πολυτελές μάρμαρο υποστηρίζουν τα τόξα και τους θόλους. Τέλος το ιερό της Αγίας Σοφίας δεν κοιτάζει ακριβώς προς την ανατολή αλλάΑγία Σοφίααποκλίνει λίγο προς τον νότο. Επί Ιουστινιανού η Αγία Σοφία είχε 1000 κληρικούς, επί Ηρακλείου 600 κληρικούς απ' τους οποίους οι 80 ήταν πρεσβύτεροι, οι 150 διάκονοι, οι 25 ψάλτες και οι 75 θυρωροί. Ο σεισμός που χτύπησε την Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 558 προκάλεσε βλάβες στην Αγία Σοφία και ο αρχιτέκτονας Ισίδωρος κατέρριψε τον τρούλλο και κατασκεύασε νέο μεγαλύτερο. Ο τρούλλος επισκευάστηκε ξανά το 987 επί Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και το 1317 επί Ανδρονίκου Β' του Παλαιολόγου.

Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία αποτέλεσε το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός γιόρταζε τους θριάμβους, θρηνούσε τις συμφορές και αποθέωνε τους νέους αυτοκράτορες. Η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε πρώτη φορά τό 1204 από τους Λατίνους και πολλά πολυτελή σκεύη και άγια λείψανα μεταφέρθηκαν από τους Σταυροφόρους στη Δύση.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάσης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Στή συνέχεια τό πλήθος των αμάχων που είχαν καταφύγει μέσα στην εκκλησία σφαγιάσθηκε από τους Οθωμανούς. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί και προστέθηκαν γύρω της μιναρέδες. Οι Οθωμανοί εκγύμνωσαν το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας από οποιοδήποτε στολίδι μπορούσε να έχει υλική αξία και καλύψαν με ασβέστη τις άγιες εικόνες.
«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.

Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Αγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, και τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Aγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".

H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.»

Μεσοβυζαντινή περίοδος (565-1081)

Από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, νέοι λαοί μετανάστευαν στά εδάφη του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Το 568, οι Λογγοβάρδοι εισέβαλαν στην Ιταλία και κατέλαβαν μεγάλο τμήμα των εκεί βυζαντινών κτήσεων. Συγχρόνως, διάφορες τοπικές φυλές στην Αφρική, οι Αβαροι στα Βαλκάνια και οι Πέρσες στην Ανατολή, άρχισαν τίς επιθέσεις και τίς επιδρομές. Οι πόλεμοι που προέκυψαν από τις επιθέσεις αυτές ήταν σφοδροί και μακροχρόνιοι και ο κίνδυνος της τελικής πτώσης άγγιξε την καρδιά της αυτοκρατορίας, μέ σημαντικότερη τήν πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, το 626.

Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού ήταν: ο Ιουστίνος Β' (565-578) ο οποίος ανόρθωσε τα οικονομικά του κράτους, ο Τιβέριος Β' (578-582) πού διέπρεψε στους πολέμους κατά των Περσών, οΜαυρίκιος (582-602) πού εξασφάλισε τα σύνορα του κράτους στην Ευρώπη και Ασία ενώ θεωρείται ο πρώτος Έλληνας αυτοκράτορας αφού επισημοποίησε την ελληνική γλώσσα, παραμερίζοντας τή λατινική. Μετά από επανάσταση το 602 επικράτησε ο Φωκάς (602-610), που ήταν ανίκανος και απάνθρωπος. Το Φωκά εκθρόνισε ο Ηράκλειος ύστερα από επανάσταση. ΟΗράκλειος (610-641) βρήκε το κράτος σε άθλια οικονομική και στρατιωτική κατάσταση. Η αυτοκρατορία είχε μεταβληθεί σε ερείπια, και ο παλαιωμένος διοικητικός μηχανισμός είχε αχρηστευθεί. Η στρατιωτική οργάνωση, που στηριζόταν στους μισθοφόρους, δεν απέδιδε, αφού δεν υπήρχαν χρήματα, ενώ είχαν εξαντληθεί και οι παλαιές εστίες που τροφοδοτούσαν το στράτευμα με έμψυχο υλικό. Οι κεντρικές επαρχίες του κράτους είχαν κυριευθεί από τους εχθρούς. Αβαροι και Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί στη Βαλκανική χερσόνησο, ενώ οι Πέρσες βρίσκονταν στην καρδιά της Μικράς Ασίας. Μόνο μια εσωτερική αναγέννηση θα μπορούσε να σώσει την αυτοκρατορία από την καταστροφή.

Τελικά η σωτηρία ήρθε, γιατί το Βυζάντιο διέθετε ενδογενείς δυνάμεις για τη βαθειά κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ανανέωσή του. Στην αρχή το κράτος, καθώς ήταν αποδυναμωμένο και φτωχό, δεν μπορούσε να αντιδράσει στις εχθρικές επιδρομές. Ο Ηράκλειος σκεφτόταν μάλιστα να μεταφέρει την έδρα του στην Καρχηδόνα για να οργανώσει από εκεί την αντεπίθεση, όπως είχε παλαιότερα οργανώσει από την πόλη αυτή την εκστρατεία του για την ανατροπή του τρομοκρατικού καθεστώτος του Φωκά. Η βαθειά απογοήτευση που προκάλεσε στον πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως το σχέδιο αυτό και η αντίδραση του πατριάρχη Σεργίου ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να το εγκαταλείψει. Πάντως το γεγονός ότι συνέλαβε ένα τέτοιο σχέδιο αποδεικνύει την κρισιμότητα στην οποία είχε περιέλθει η κατάσταση στην Ανατολή, καθώς και τη σπουδαιότητα που είχαν οι δυτικές επαρχίες.

Μετά τις σποραδικές εποικήσεις των Σλάβων στη Βαλκανική στα τέλη του έκτου αιώνα, άρχισε στις αρχές του έβδομου, και ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Μαυρικίου στο Δούναβη, η μεγάλη σλαβική κατάκτηση. Πολυάριθμα στίφη Σλάβων και Αβάρων ξεχύθηκαν στα Βαλκάνια καί ύστερα από φοβερές λεηλασίες και ερημώσεις το μεγαλύτερο τμήμα των Αβάρων αποσύρθηκε στις περιοχές πίσω από το Δούναβη, ενώ οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Βαλκανική χερσόνησο και ιδιοποιήθηκαν την περιοχή εκτοπίζοντας τούς Βυζαντινούς. Κυρίευσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη καί σταμάτησαν στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Το κύμα των σλαβικών φυλών ξεχύθηκε διά μέσου της Θεσσαλίας στην κεντρική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Από εδώ οι έμπειροι στη θάλασσα Σλάβοι αποβιβάσθηκαν στα ελληνικά νησιά, και έφθασαν ακόμη και στην Κρήτη. Ωστόσο, η βυζαντινή εξουσία κατόρθωσε σιγά - σιγά να επιβληθεί πάλι στά εδάφη της και στις λοιπές παράκτιες περιοχές, οι οποίες ανέκτησαν τον ελληνικό τους χαρακτήρα.

Την ίδια εποχή οι Πέρσες συνέχισαν την εισβολή τους στην Εγγύς Ανατολή. Αναγκάσθηκαν βέβαια να εγκαταλείψουν την Καισάρεια (611), αλλά οι Βυζαντινοί απέτυχαν τελείως στην αντεπίθεσή τους στην Αρμενία και τη Συρία. Ο αυτοκρατορικός στρατός υπέστη το 613 στην Αντιόχεια βαριά ήττα, η οποία διευκόλυνε τη γρήγορη προέλαση των Περσών σε όλα τα μέτωπα. Οι Πέρσες εισέβαλαν στα νότια και κατέλαβαν τη Δαμασκό, ενώ στα βόρεια επέτυχαν να διαβούν προς την Κιλικία και να κυριεύσουν την Ταρσό, που ήταν σπουδαίο οχυρό. Συγχρόνως οι Βυζαντινοί εκδιώχθηκαν και από την Αρμενία. Το ηθικό των χριστιανών δέχθηκε ισχυρό πλήγμα και το 614, όταν έπεσε στα χέρια των Περσών η αγία πόλη Ιερουσαλήμ ύστερα από πολιορκία τριών εβδομάδων. Αγριες σφαγές και πυρπολήσεις ερήμωσαν την πόλη, ο ναός του Παναγίου Τάφου, που είχε ανεγείρει ο Μέγας Κωνσταντίνος, έγινε παρανάλωμα του πυρός. Τα γεγονότα προκάλεσαν συνταρακτική εντύπωση στο Βυζάντιο, αφού μάλιστα οι κατακτητές εσύλησαν το ιερώτερο κειμήλιο των χριστιανών, τον Τίμιο Σταυρό, και τον μετέφεραν στην Κτησιφώντα. Το 615 άρχισαν νέες επιδρομές στη Μικρά Ασία και ένα τμήμα του περσικού στρατού έφθασε ως τον Βόσπορο. Οι εχθροί κινήθηκαν προς την πρωτεύουσα από δύο πλευρές, οι Πέρσες από την Ανατολή και οι Αβαροι με τους Σλάβους από τον Βορρά. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις διέφυγε από μια συνωμοτική δολοφονική απόπειρα εναντίον του, όταν τον Ιούνιο του 617 συναντήθηκε με τον χαγάνο των Αβάρων στην Ηράκλεια. Την άνοιξη του 619 άρχισε η κατάκτηση της Αιγύπτου. Όταν ύστερα από λίγο η πλουσιώτερη αυτή επαρχία της αυτοκρατορίας χάθηκε, δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα ως προς την τροφοδοσία της βυζαντινής πρωτεύουσας με σιτηρά, που ως τότε προμηθευόταν από εκεί.

Ο αγώνας των Βυζαντινών κατά των Περσών στη δεκαετία του 620 παίρνει εντελώς νέα τροπή, αφού τις ήττες του παρελθόντος διαδέχονται τώρα επικές επιτυχίες. Το κράτος ανορθώνεται και καταφέρνει συντριπτικό πλήγμα στον εχθρό, που ως τώρα ήταν υπέρτερος. Δεν είναι μικρή και ησυμβολή της πανίσχυρης βυζαντινής Εκκλησίας στην επιτυχία αυτή. Για τον αγώνα εναντίον των απίστων έθεσε όλους τους θησαυρούς της στη διάθεση του πτωχευμένου κράτους. Ο πόλεμος άρχισε μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής εξάρσεως, που ήταν άγνωστη σε προηγούμενες εποχές. Ήταν ο πρώτος χαρακτηριστικά μεσαιωνικός πόλεμος, πρόδρομος των κατοπινών σταυροφοριών. Ο αυτοκράτορας ανέλαβε προσωπικά την αρχηγία του στρατεύματος και ανέθεσε στον πατριάρχη Σέργιο και στον πατρίκιο Βώνο να διοικούν το κράτος στη θέση του ανήλικου γιου του όσο χρόνο θα απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη. Ακολούθησε δηλαδή και στο σημείο αυτό, όπως και σε άλλα θέματα, το παράδειγμα του αυτοκράτορα Μαυρικίου, που ηγήθηκε προσωπικά στην εκστρατεία εναντίον των Αβάρων. Η ενέργεια αυτή ήταν εντελώς ασυνήθιστη, και ο Ηράκλειος, όπως άλλοτε ο Μαυρίκιος, συνάντησε σοβαρή αντίδραση από την πλευρά των συμβούλων του, γιατί κανένας αυτοκράτορας από την εποχή του Θεοδοσίου Α' δεν είχε αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του στρατού στις εκστρατείες.

Στην αρχή ο Ηράκλειος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το χαγάνο των Αβάρων (619), καταβάλλοντος ως τίμημα μεγάλα ποσά. Έτσι μπόρεσε να μεταφέρει στρατεύματα από την Ευρώπη στην Ανατολή. Τη Δευτέρα της Αναστάσεως, στις 5 Απριλίου 622, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη ύστερα από μια πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Διέβηκε στη Μικρά Ασία, όπου«επί τας των θεμάτων χώρας αφικόμενος, συνέλεγε τα στρατόπεδα και προσετίθει αυτοίς νέαν στρατείαν». Tό φθινόπωρο, ο αυτοκράτορας με επιδέξιους ελιγμούς πέτυχε να εισδύσει στην Αρμενία. Οι Πέρσες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στις μικρασιατικές ορεινές διαβάσεις και να ακολουθήσουν τον βυζαντινό στρατό «κυνός δίκην σειραίς δεθέντος». Η σύγκρουση των δύο στρατειών, που έγινε στο αρμενικό έδαφος, τελείωσε με θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους εχθρούς, είχε επιτευχθεί.

Στο μεταξύ οι Πέρσες πέρασαν στην αντεπίθεση και το 626 η Κωνσταντινούπολη δοκίμασε τον μεγαλύτερο κίνδυνο μιας διπλής επιθέσεως από τους Πέρσες και τους Βυζαντινά τείχηΑβάρους. Ο Ηράκλειος φοβόταν πάντοτε μια τέτοια επίθεση, και προσπαθούσε να την αποτρέψει με ταπεινωτικές παραχωρήσεις στο χαγάνο των Αβάρων. Επικεφαλής μιας μεγάλης στρατιάς ο Sahrbaraz πέρασε μέσα στη Μικρά Ασία, κυρίευσε τη Χαλκηδόνα και στρατοπέδευσε στον Βόσπορο. Στις 27 Ιουλίου 626, εμφανίσθηκε και ο χαγάνος των Αβάρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη με αναρίθμητα στίφη Αβάρων, Σλάβων, Βουλγάρων και Γεπιδών, και πολιόρκησε την πόλη από την ξηρά και τη θάλασσα. Ο πατριάρχης Σέργιος με κηρύγματα, ολονύχτιες ακολουθίες και κατανυκτικές λιτανείες μέ τήν εικόνα της Παναγίας του Ευαγγελιστή Λουκά, διατήρησε άγρυπνο τον θρησκευτικό ενθουσιασμό του πληθυσμού, και οι έμπειροι φρουροί αντέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των εχθρών. Από τότε διασώζεται στή μνήμη της Ρωμιοσύνης ο Ακάθιστος Υμνος:
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια
Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
Αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε.
Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
Ινα κράζω σοι. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.»
αφιερωμένος στήν Θεοτόκο πού τη νύκτα της 7ης Αυγούστου του 626μΧ., έσωσε τήν"Βασιλεύουσα" από τίς ορδές των βαρβάρων, σηκώνοντας κύματα πού βούλιαξαν τά πλοία πού πολιορκούσαν τά τείχη της. Οι Αβαροι αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία και να τραπούν σε άτακτη υποχώρηση. Η συντριβή τους είχε ως αποτέλεσμα να ναυαγήσουν και τα περσικά σχέδια. Ο Sahrbaraz εγκατέλειψε τη Χαλκηδόνα και υποχώρησε με τον στρατό του στη Συρία, ενώ ο δεύτερος στρατηγός των Περσών Sahin, δέχθηκε συντριπτική ήττα από τον αδελφό του αυτοκράτορα Θεόδωρο. Ο κίνδυνος είχε πλέον περάσει. Ο λαός πανηγυρίζοντας για τη σωτηρία, την οποία απέδωσε στην προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, μαζεύτηκε στον ιερό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και ακάθιστος έψαλλε αυτό τον ύμνο και «τα νικητήρια ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια».

Τον καιρό που η βυζαντινή πρωτεύουσα βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο ο Ηράκλειος είχε στρατοπεδεύσει στην απομακρυσμένη περιοχή της Λαζικής. Εδώ ήρθε σε επαφή με το κράτος των Χαζάρων, όπως είχε κάνει νωρίτερα και με τις φυλές του Καυκάσου. Από την εποχή αυτή χρονολογείται η συνεργασία Βυζαντινών και Χαζάρων, που με τον καιρό θα εξελιχθεί σε σπουδαίο στήριγμα της βυζαντινής ανατολικής πολιτικής. Τό Δεκέμβριο του 627, ο Ηράκλειος έφθασε μπροστά στη Νινευή. Στην άγρια μάχη που έγινε κρίθηκε οριστικά η έκβαση της τιτάνιας πάλης ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Ο περσικός στρατός αφανίσθηκε κυριολεκτικά. Το Βυζάντιο κέρδισε τον πόλεμο. Η θριαμβευτική προέλαση των Βυζαντινών συνεχίσθηκε. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 628 έφθασαν στην Dastagerd, όπου ήταν το αγαπημένο ανάκτορο του Χοσρόη, ο οποίος έσπευσε να το εγκαταλείψει πανικόβλητος. Την άνοιξη του 628 συνέβησαν μέσα στην περσική αυτοκρατορία σημαντικά γεγονότα, τα οποία έκαναν περιττή τη συνέχιση του αγώνα. Ο Χοσρόης ανατράπηκε και δολοφονήθηκε, και τον θρόνο κατέλαβε ο γιος του Καβάδης - Σιρόης, ο οποίος υπέγραψε αμέσως συνθήκη ειρήνης με τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα της μεγάλης νίκης των Βυζαντινών και της συντριβής του περσικού κράτους ήταν η ανάκτηση όλων των εδαφών, που ανήκαν άλλοτε στο βυζαντινό κράτος. Η Αρμενία, η Μεσοποταμία, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία. Μερικούς μήνες αργότερα ο ετοιμοθάνατος Σιρόης ανέθεσε στον βυζαντινό αυτοκράτορα την κηδεμονία του γιου του. Ο Χοσρόης Β' είχε κάποτε αποκαλέσει τον αυτοκράτορα δούλο του τώρα αντιστράφηκαν οι όροι και ο Σιρόης ονόμασε τον γιο και διάδοχο του θρόνου του δούλο του βυζαντινού ηγεμόνα .

Μετά από απουσία έξη χρόνων ο Ηράκλειος, ο πρώτος σταυροφόρος, επέστρεψε στην πρωτεύουσά του. Ο γιος του Κωνσταντίνος, ο πατριάρχης Σέργιος, ο κλήρος, η σύγκλητος και ο λαός υποδέχθηκαν τον αυτοκράτορα στη μικρασιατική παραλία, στην Ιέρεια, ως τον ένδοξο νικητή των εχθρών του Χριστού με κλαδιά ελιάς και αναμμένες λαμπάδες, με νικητήριες επευφημίες και εκκλησιαστικούς ύμνους. Ενώ οι Πέρσες εκκένωναν τις ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος αναχώρησε την άνοιξη του 630 για την Ιερουσαλήμ. Εδώ στις 21 Μαρτίου αναστήλωσε κάτω από τις ιαχές του πλήθους τον Τίμιο Σταυρό, που είχε ανακτήσει από τους Πέρσες. Η πανηγυρική αυτή πράξη συμβόλιζε τη νικηφόρα έκβαση του πρώτου μεγάλου θρησκευτικού πολέμου της χριστιανοσύνης.

Η εποχή του Ηρακλείου αποτελεί ορόσημο για την ανατολική αυτοκρατορία όχι μόνο στον πολιτικό αλλά και στον πολιτιστικό χώρο. Τελειώνει η ρωμαϊκή και εγκαινιάζεται η ελληνική ή γραικική εποχή στην κυριολεκτική της σημασία. Η έμφαση του ελληνικού στοιχείου και η μεγάλη επιρροή της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής δίνουν στην αυτοκρατορία μια νέα όψη. Ο Ηράκλειος καθιέρωσε την Ελληνική ως την επίσημη γλώσσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του λαού και της Εκκλησίας έγινε τώρα και γλώσσα του κράτους. Η επικράτηση της Ελληνικής που είχε συγκρατηθεί με μέσα τεχνητά, εξαπλώθηκε με γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα η γνώση της Λατινικής να είναι στις αμέσως επόμενες γενεές φαινόμενο σπάνιο, ακόμη και στους κύκλους των λογίων Βυζαντινών.

Βυζαντινοί στρατιώτεςΟ εξελληνισμός του βυζαντινού κράτους επέφερε μια ακόμη σημαντική αλλαγή και ταυτόχρονα ουσιαστική απλοποίηση στους αυτοκρατορικούς τίτλους. Ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τους πολύπλοκους αυτοκρατορικούς τίτλους και προτίμησε τη λαϊκή ελληνική προσωνυμία«βασιλεύς». Ο αρχαίος ελληνικός τίτλος του βασιλέως, που ως τότε χρησιμοποιούσαν μόνον ανεπίσημα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, αντικατέστησε τους ρωμαϊκούς τίτλους«imperator», «caesar» και «augustus». Η προσωνυμία του βασιλέως έγινε πλέον ο επίσημος τίτλος των βυζαντινών αυτοκρατόρων και επικράτησε από τότε αποκλειστικά στο Βυζάντιο μέχρι τήν τελική του πτώση.

Δυστυχώς νέοι εχθροί συνέχιζαν νά απειλούν τήν ελληνική πλέον αυτοκρατορία καί οι πιό τρομεοροί ήταν οι Αραβες. Με την ταχύτητα και τη σφοδρότητα ενός τυφώνα, οι νέοι επιδρομείς συνέτριψαν και κατέκτησαν την Περσία και κατόπιν αφαίρεσαν από το κράτος τη Συρία, τηνΠαλαιστίνη και την Αίγυπτο. Η εύκολη απόσπαση των περιοχών αυτών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Αραβες εξηγείται από την ψυχική αποξένωση που χαρακτήριζε τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της απέναντι στο ορθόδοξο κράτος.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια οι Αραβες κατέκτησαν την Αφρική. Συγχρόνως, πραγματοποίησαν επιδρομές εναντίον του κράτους στη Μικρά Ασία και τελικά πολιόρκησαν, χωρίς όμως επιτυχία, την ίδια την Πόλη (673-677). Την κρίσιμη θέση του Ρωμέϊκου κράτους επιδείνωσε το γεγονός ότι στα Βαλκάνια ενεργούσαν επιδρομές οι Σλάβοι, ενώ συγχρόνως οι Λογγοβάρδοι στην Ιταλία ενέτειναν τις πιέσεις τους εναντίον των εκεί βυζαντινών επαρχιών. Την ίδια εποχή συνέβη ένα άλλο γεγονός που έχει τεράστια σημασία και για τότε αλλά και για τη μεταγενέστερη ιστορική εξέλιξη του κράτους: οι Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στα νότια του Δούναβη και ίδρυσαν το πρώτο βουλγαρικό κράτος στην ιστορία (681).

Τόν Ηράκλειο διαδέχθησαν οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Γ', ο Κώνστας Β', ο Κωνσταντίνος Δ' Πωγωνάτος, ο Ιουστινιανός Β', ο Λεόντιος, ο Τιβέριος Γ', ο Φιλιππικός, ο Αναστάσιος Β',και ο Θεοδόσιος Γ'.

Ακολούθησε η Δυναστεία των Ισαύρων (717-820), μέ αυτοκράτορες το Λέοντα Γ΄ τόν Ίσαυρο, τόν Κωνσταντίνο Ε΄, τόν Λέοντα Δ΄, τόν Κωνσταντίνο ΣΤ΄ , τήν Ειρήνη τήν Αθηναία, τόνΝικηφόρο Α΄, τόν Σταυράκιο, τόν Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ και τόν Λέοντα Ε΄ τόν Αρμένιο. Πρώτη και επείγουσα φροντίδα του Λέοντος Γ΄ (717-740) ήταν να αποκρούσει τον αραβικό κίνδυνο, που πλησίαζε όλο και περισσότερο απειλώντας και πάλι την υπόσταση της αυτοκρατορίας. Επειδή η βυζαντινή αντεπίθεση με τον Αναστάσιο Β' είχε ματαιωθεί εξαιτίας των εσωτερικών αναταραχών, ο αγώνας έμελλε να διεξαχθεί για μια ακόμη φορά μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Με μεγάλη σπουδή ο Λέων Γ' προετοίμασε την πρωτεύουσα για να αντιμετωπίσει την επικείμενη πολιορκία και ολοκλήρωσε τα αμυντικά έργα που είχε αρχίσει ο Αναστάσιος προβλέποντας σωστά τις εξελίξεις.

Τον Αύγουστο του 717 εμφανίσθηκε μπροστά στην Κωνσταντινούπολη με το στρατό και το στόλο του ο αδελφός του Χαλίφη Μασαλμάς (Maslama). Όπως στην εποχή του Κωνσταντίνου Δ', έτσι άρχισε και πάλι μια άγρια πάλη, που θα έκρινε την τύχη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αλλά, όπως πριν από σαράντα χρόνια, το Βυζάντιο κέρδισε και τώρα τον αποφασιστικό αγώνα. Με τη χρήση του υγρού πυρός κατόρθωσαν και πάλι οι Βυζαντινοί να κάψουν τον εχθρικό στόλο, ενώ παράλληλα οι προσπάθειες των Αράβων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με επίθεση απέτυχαν μπροστά στα πανίσχυρα τείχη. Εκτός απ' αυτό ο χειμώνας του 717/18 ήταν εξαιρετικά δριμύς και προκάλεσε το θάνατο μεγάλου αριθμού Αράβων, ενώ στο αραβικό στρατόπεδο ξέσπασε τρομερός λιμός, που είχε ακόμη περισσότερα θύματα. Τέλος, εναντίον του αραβικού στρατού επετέθηκαν και οι Βούλγαροι στον οποίο προκάλεσαν βαρειές απώλειες. Στις 15 Αυγούστου 718, ακριβώς ένα χρόνο μετά την έναρξή της, λύθηκε η πολιορκία και τα αραβικά πλοία εγκατέλειψαν τα ελληνικά ύδατα. Ετσι η αραβική λαίλαπα στο κατώφλι της Ευρώπης κατέρρευσε για δεύτερη φορά μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας.

Ο πόλεμος όμως ξανάρχισε σε λίγο στην ξηρά και μάλιστα με μεγάλη σκληρότητα. Από το 726 και κάθε χρόνο οι Αραβες επέδραμαν στη Μικρά Ασία. Κατέλαβαν την Καισάρεια και πολιόρκησαν τη Νίκαια. Η αραβική αυτή απειλή αποκρούσθηκε οριστικά με τη μεγάλη νίκη του Λέοντα Γ' στοΑκροηνό, κοντά στο Αμόριο, το 740. Σημαντική υποστήριξη στην αυτοκρατορία προσέφεραν οι παραδοσιακές φιλικές σχέσεις με τους Χαζάρους, που τους ένωνε με τους Βυζαντινούς η κοινή εχθρότητα Βυζαντινοί στρατιώτεςπρος το χαλιφάτο και που με τις συχνές επιδρομές τους στην περιοχή του Καυκάσου και της Αρμενίας προξενούσαν σοβαρά προβλήματα στους Αραβες. Η συμμαχία με τους Χαζάρους ενισχύθηκε περισσότερο, όταν ο γιος και διάδοχος του Λέοντα Γ' Κωνσταντίνος παντρεύθηκε το 733 μια κόρη του χαγάνου των Χαζάρων.

Πέρα από τά στρατιωτικά θέματα, ορόσημο στην ιστορία της κωδικοποιήσεως της βυζαντινής νομοθεσίας αποτελεί το νομικό έργο που δημοσίευσε ο Λέων Γ' το έτος 726 με το όνομά του και το όνομα του γιου του. Η"Εκλογή" των αυτοκρατόρων Λέοντα και Κωνσταντίνου είναι απάνθισμα των σπουδαιότερων διατάξεων του ιδιωτικού και ποινικού δικαίου της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδει στο οικογενειακό και το κληρονομικό δίκαιο, ενώ αντίθετα παραμελεί το εμπράγματο δίκαιο.

Η "patria potestas" (εξουσία του πατέρα) περιορίζεται αισθητά, ενώ διευρύνονται σημαντικά τα δικαιώματα της γυναίκας και των παιδιών και προστατεύεται περισσότερο ο γάμος. Ιδιαίτερα αξιόλογες είναι οι τροποποιήσεις στο ποινικό δίκαιο, που βέβαια δεν υπαγορεύονται απόλυτα από το πνεύμα της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Έτσι η "Εκλογή" περιέχει ένα πλήρες σύστημα σωματικών ποινών, που ήταν άγνωστες στο ιουστινιάνειο δίκαιο, όπως είναι π.χ. το κόψιμο της μύτης και της γλώσσας ή των χεριών, η τύφλωση, το κόψιμο και το κάψιμο των μαλλιών και άλλα παρόμοια. Η καθαυτό ανατολική προτίμηση στους ακρωτηριασμούς και τις φρικτές σωματικές κακώσεις, που δείχνει η "Εκλογή" σε αντίθεση προς το ρωμαϊκό δίκαιο, δεν είναι εντελώς νέα στο Βυζάντιο, η ιστορία του έβδομου αιώνα παρουσιάζει πολλά τέτοια παραδείγματα.

Ο Λεων ο Γ' πού απέκρουσε με επιτυχία τους Αραβες και τακτοποίησε τα οικονομικά του κράτους, διέπραξε τό σφάλμα νά προκαλέσει την Εικονομαχία, η οποία οδήγησε στην καταστροφή των εικόνων και τον διωγμό των εικονοφίλων, συνταράσοντας την αυτοκρατορία καί προκαλώντας πολλούς θανάτους καί καταστροφές εικόνων καί έργων τέχνης.

Στή συνέχεια βασίλεψε η Δυναστεία του Αμορίου (820-867) μέ αυτοκράτορες τόν Μιχαήλ Β΄ τόν Τραυλό, το Θεόφιλο και το Μιχαήλ Γ΄ το Μέθυσο. Ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829) ανέβηκε στο θρόνο δολοφονώντας τον προκάτοχό του. Στην εποχή του κυριεύτηκε η Κρήτη από τους Σαρακηνούς (823). Ο Θεόφιλος (829-842) ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική στο εικονομαχικό ζήτημα. Ο Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος (842-867)επιτροπευόταν από τη μητέρα του Θεοδώρα και το θείο του Βάρδα. Στην εποχή του λύθηκε οριστικά το εικονομαχικό πρόβλημα (Κυριακή Ορθοδοξίας 843, αναστήλωση των εικόνων) και έγινε ο εκχριστιανισμός των Σλάβων. Την ίδια εποχή προκλήθηκε το Σχίσμα των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Οι ανταγωνισμοί των δύο Εκκλησιών για τις σφαίρες επιρροής τους, οι παπικές αξιώσεις ηγεμονίας στην Εκκλησία και ο εγωισμός και η αδεξιότητα των τότε δρώντων προσώπων κατέληξαν να δηλητηριάσουν τις σχέσεις δυτικού και ανατολικού κόσμου και να διασπάσουν οριστικά τη χριστιανοσύνη τό 1054.

Η περίοδος της διακυβέρνησης του κράτους από τους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας (867-1057) θεωρείται ως περίοδος της ακμής και ωριμότητας του Βυζαντίου και αυτό γιατί έκαμψαν την αντίσταση των εχθρών του κράτους, συμπλήρωσαν και ολοκλήρωσαν την κρατική μηχανή, καταπολέμησαν τις αιρέσεις, εκχριστιάνισαν τους γύρω λαούς καί η ελληνική γλώσσα ακούγονταν από τον Δούναβη μέχρι τον Καύκασο καί από τήν Κάτω Ιταλία μέχρι τή Συρία, ενώ η τέχνη έφτασε στον ύψιστο βαθμό της ακμής της.

Ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας (867-886) νίκησε τους Σαρακηνούς, αποκατέστησε φιλικές σχέσεις με τη Δύση και παρουσίασε νέα νομοθεσία. Ο Λέοντας ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912) συνέχισε το νομοθετικό έργο του πατέρα του, νίκησε τους Βούλγαρους και απέκρουσε τους Ρώσους. ΟΚωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (912-959) ήταν άνθρωπος των γραμμάτων. Το κράτος κυβερνούσαν η μητέρα του Ζωή, ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός και ο πεθερός του Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός με τους τρεις γιους του. Στην εποχή του ο Ιωάννης Κουρκούας νίκησε τους Αραβες, ενώ αποκρούστηκαν δύο νέες ρωσικές επιδρομές.

Ο Ρωμανός Β΄ (959-963), με το στρατηγό του Νικηφόρο Φωκά, ξανακυρίεψε την Κρήτη από τους Σαρακηνούς (961). Ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969) αναδείχτηκε αραβομάχος. Έστρεψε τους Ρώσους κατά των Βουλγάρων και ήρθε σε ρήξη με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους. Ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976) ανέβηκε στο θρόνο, αφού δολοφόνησε τό Νικηφόρο Β΄ Φωκά. Ως αυτοκράτορας αναδείχτηκε νικώντας τους Ρώσους, Βούλγαρους και Αραβες.

Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) ήταν ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της δυναστείας και ίσως του Βυζαντίου. Νίκησε τους Βούλγαρους, εναντίον των οποίων πολέμησε για σαράντα περίπου χρόνια (976-1018). Επίσης νίκησε τους Αραβες και κατέστειλε εσωτερικές επαναστάσεις. Στα χρόνια του έγινε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων (989). Σφάλμα του ήταν η παραχώρηση εμπορικών προνομίων στους Βενετούς, γιατί αυτοί αργότερα υπέσκαψαν τα οικονομικά θεμέλια του Βυζαντίου. Γενικά στην εποχή του η Βυζαντινή αυτοκρατορία έφτασε στην πιο μεγάλη ακμή της. Όμως, η ακμή αυτή ανακόπηκε γρήγορα, γιατί οι τελευταίοι Μακεδόνες αυτοκράτορεςΚωνσταντίνος Η΄ (1025-1028), Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός (1028-1034), Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγόνας (1034-1041), Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης (1041-1042), Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) και Μιχαήλ ΣΤ΄ ο Στρατιωτικός (1056-1057), ήταν ολότελα ανίκανοι. Κυριότερα γεγονότα στην εποχή τους ήταν η εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων στα ανατολικά όρια του κράτους και τοοριστικό σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης (1054).

Ο στρατός, έως τον 11o αι. διατήρησε σε γενικές γραμμές την οργάνωση του τέλους του 6ου αι. (όπως την ξέρουμε από το Στρατηγικόν του Ψευδο-Μαυρίκιου), καθώς βλέπουμε από τα "Τακτικά"του Λέοντα ΣΤ' Σοφού και από τα άλλα στρατιωτικά εγχειρίδια της εποχής. Η παραμέλησή του όμως κατά τον 11o αι. οδήγησε στην ευρεία χρησιμοποίηση του μισθοφορικού στοιχείου στις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις, που με αυτό τον τρόπο έγιναν λιγότερο αξιόμαχες και περιορίστηκαν αριθμητικά, ενώ οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν. Ο στόλος, ύστερα από περίοδο ακμής την ίδια εποχή, παραμελήθηκε κι αυτός με τη σειρά του και σχεδόν διαλύθηκε εντελώς.

Η κοινωνική όψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά τα μέτρα του Ιουστινιανού Α' κατά των μεγαλογαιοκτημόνων και τη συντριβή για μικρό χρονικό διάστημα της μεγάλης ιδιοκτησίας από τις εχθρικές επιδρομές, που έφταναν σε μεγάλο βάθος μέσα στην αυτοκρατορία, έδωσε την εντύπωση ισορροπίας και κοινωνικής υγείας. Η υπέρμετρα μεγάλη ιδιοκτησία περιορίστηκε και οι εσωτερικές πιέσεις κατά της μικρής ιδιοκτησίας σταμάτησαν προσωρινά. Αλλά μετά τις νίκες στους αραβικούς πολέμους ακολούθησε μια μανία για απόκτηση γης από μέρους της αριστοκρατίας, που επωφελήθηκε από τις αντίξοες συνθήκες και προσάρτησε με κάθε τρόπο τις γαίες των φτωχότερων μικροκτηματιών, τόσο των στρατιωτών όσο και των άλλων, δημιουργώντας έτσι σοβαρό στρατιωτικό και κοινωνικό πρόβλημα, στρατιωτικό, διότι με την απορρόφηση των λεγομένων στρατιωτικών κτημάτων δεν είχαν πια οι στρατιώτες εισοδήματα για να καλύψουν τις ανάγκες τους για εξάρτυση και οπλισμό, και κοινωνικό, επειδή εκριζώθηκε ο θεσμός της μικρής ελεύθερης ιδιοκτησίας. Γι' αυτό οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας προσπάθησαν, με μέτρα σκληρότατα πολλές φορές, να ανακόψουν την τάση αυτή της μεγάλης ιδιοκτησίας και να αποτρέψουν τις συμφορές που απειλούσαν το κράτος. Ωστόσο, η πολιτική των Μακεδόνων δεν έδωσε παρά προσωρινούς καρπούς. Με την επικράτηση της πολιτικής αριστοκρατίας στη διακυβέρνηση του κράτους, την εποχή των διαδόχων του Βασίλειου Β', η ευνοϊκή για τη μικρή ιδιοκτησία κοινωνική πολιτική εγκαταλείφθηκε και το κράτος παραδόθηκε στα χέρια των άπληστων μεγαλοϊδιοκτητών που δεν ζητούσαν παρά πώς να πλουτίσουν.

Αυτή τήν περίοδο σημειώθηκε ανάπτυξη τής Ελληνικής Παιδείας, μέ εμφανή τήν επίδραση του Αρχαίου Ελληνικού Δικαίου και της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Αναδιοργανώθηκε η ανώτατη σχολή της Κωνσταντινουπόλεως από τον Βάρδα τον 9o αιώνα και τον Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο τον 11ο αιώνα καί ονομάστηκε Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.

Δυναστεία Κομνηνών (1057-1185): Ιδρυτής της ο Ισαάκιος Κομνηνός, ουσιαστικά όμως η δυναστεία αρχίζει με τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Διατέλεσαν αυτοκράτορες ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός, ο Κωνσταντίνος Ι΄ ο Δούκας, ο Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης, ο Μιχαήλ Ζ΄ Παραπινάκης, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, ο Αλέξιος Α΄, ο Ιωάννης Β', ο Μανουήλ Α΄, ο Αλέξιος Β΄ και ο Ανδρόνικος Α΄. Κατά την περίοδο 1057-1081 παρατηρήθηκε ανταγωνισμός ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τούς πολιτικούς καί αυτή η εμφύλια διαμάχη μαζί μέ τή διαφθορά του παλατιού, επέτρεψαν στούς εξωτερικούς εχθρούς νά αποδυναμώσουν τό κράτος των Γραικών.

Ο πιο αξιόλογος αυτοκράτορας ήταν ο Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης (1067-1071). Ο Ρωμανός ήταν δραστήριος και γενναίος στρατηγός. Είχε διακριθεί στους πολέμους εναντίον των Πατζινάκων και είχε δίκαια μεγάλη φήμη μέσα στο κόμμα των στρατιωτικών. Αμέσως ανέλαβε τον αγώνα εναντίον των Σελτζούκων, η αποσύνθεση όμως είχε προχωρήσει πολύ βαθειά ενώ οι σκευωρίες του κόμματος του Ψελλού υπέσκαψαν τις προσπάθειες του αυτοκράτορα για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας. Με μεγάλο κόπο κατόρθωσε ο Ρωμανός να συγκεντρώσει ένα στρατό, Ρωμανός Δ' Διογένηςπου τον αποτελούσαν βασικά ξένοι μισθοφόροι, Πατζινάκες, Ούζοι, Νορμανδοί και Φράγκοι. Παρ' όλες τις δυσχέρειες οι δύο πρώτες εκστρατείες του 1068 και του 1069 είχαν αρκετή επιτυχία, η τρίτη όμως τελείωσε με μία φοβερή καταστροφή, που οφείλεται κυρίως στηνπροδοσία του Ανδρόνικου Δούκα, ενός γιου του καίσαρα Ιωάννη. Κοντά στην αρμενική πόλη Μαντζικέρτ, στην περιοχή της λίμνης Βαν, ο αριθμητικά υπέρτερος, αλλά ετερογενής και απειθάρχητος μισθoφoρικός στρατός υπέστη στις 19 Αυγούστου 1071 συντριπτική ήττα από τις δυνάμεις τουΑρπ Αρσλάν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συνελήφθηκε αιχμάλωτος.

Ως αιχμάλωτος ο Ρωμανός Διογένης έκλεισε συμφωνία με τους Σελτζούκους, η οποία του εξασφάλισε την ελευθερία του με αντάλλαγμα όμως την υπόσχεση ετήσιων χορηγιών, λύτρων για το πρόσωπό του, την υποχρέωση να παραδώσει τους Τούρκους αιχμαλώτους και να θέσει στη διάθεσή τους επικουρικό στρατό. Στο μεταξύ όμως το αντίπαλο κόμμα στην Κωνσταντινούπολη με πρωτοβουλία του καίσαρα Ιωάννη, τον κήρυξε έκπτωτο. Στην αρχή συμφωνήθηκε να αναλάβουν την εξουσία συλλογικά η αυτοκράτειρα Ευδοκία και ο μεγαλύτερος γιος της Μιχαήλ Δούκας. Λίγο όμως αργότερα η μητέρα αυτοκράτειρα κλείσθηκε σ' ένα μοναστήρι και ο μαθητής του Ψελλού Μιχαήλ Ζ' ανακηρύχθηκε μόνος αυτοκράτορας (στις 24 Οκτωβρίου 1071). Οι κρατούντες στην Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό, που επέστρεφε από την τουρκική αιχμαλωσία ως εχθρό και έτσι ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Τελικά ο Ρωμανός παραδόθηκε αφού εμπιστεύθηκε μια εγγυητική επιστολή, που την είχαν υπογράψει τρεις Μητροπολίτες στο όνομα του Μιχαήλ Ζ', και η οποία του υποσχόταν την προσωπική του ασφάλεια. Πριν όμως φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, έβγαλαν τα μάτια του με πυρακτωμένο σίδερο. Ο δόλιος Ψελλός, ξεπερνώντας τον εαυτό του, έστειλε επιστολή στον τυφλωμένο αυτοκράτορα, στην οποία εξαίρει το Ρωμανό, το θύμα του, ως μάρτυρα. Ο Θεός, γράφει, του πήρε τους οφθαλμούς, επειδή θέλησε να τον αξιώσει να δει ανώτερο φως. Ο ήρωας Ρωμανός Διογένης πέθανε στή νήσο Πρώτη, από τις φοβερές πληγές τό καλοκαίρι του 1072.

Ο φοβερός αυτός επίλογος ήταν που μετέτρεψε την ήττα της Μαντζικέρτ σε αληθινή καταστροφή, γιατί η συνθήκη που είχε συμφωνήσει ο Αλπ Αρσλάν με τον αυτοκράτορα Ρωμανό είχε ακυρωθεί και οι Τούρκοι με την αφορμή αυτή άρχισαν έναν επιθετικό και κατακτητικό πόλεμο κατά του Βυζαντίου. Η αυτοκρατορία βρισκόταν και πάλι, όπως την εποχή των μεγάλων αραβικών επιδρομών, μπροστά στον κίνδυνο να αλωθεί από τους εχθρούς της. Τότε όμως είχαν αντισταθεί οι διάδοχοι του Ηρακλείου με ηρωισμό και πείσμα για την άμυνα μιας αυτοκρατορίας, που ήταν υγιής. Αντίθετα, τώρα τα πάντα βρίσκονταν σε τέλεια διάλυση. Το ισχυρό αμυντικό σύστημα που στηριζόταν στους στρατιώτες τους εγκατεστημένους σ' έναν τόπο, είχε καταρρεύσει, ενώ στη βασιλεύουσα κυβερνούσε ως αντίπαλος των παντοδύναμων Τούρκων σουλτάνων, περιστοιχισμένος από ραδιούργους αυλικούς και φλύαρους λόγιους, ο κακομοίρης μαθητής του Ψελλού, ένας απόκοσμος βιβλιοφάγος, φθαρμένος πρόωρα τόσο σωματικά όσο και διανοητικά. Δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα για τη Μικρά Ασία. Ο δρόμος ήταν ανοικτός για τους Σελτζούκους και καμιά δύναμη ή θέληση δεν υπήρχε, ικανή να τους αντιμετωπίσει.

Το Ρωμανό τύφλωσε ο Μιχαήλ Ζ΄ (1071-1078). Το Μιχαήλ Ζ΄ εκτόπισε ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (1078-1081) και αυτόν ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118), που θεωρείται θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου