Οι εκστρατείες του Ιωάννη Τσιμισκή στην Μέση Ανατολή ( 969-976 μ. Χ.)
Written By Ιωάννης Φιλίστωρ on 30 Απριλίου 2012 | 4/30/2012 11:17:00 π.μ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Βασιλεία του Νικηφόρου Φωκά (963-969) σήμανε την απαρχή των επιθετικών πολέμων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά των μουσουλμάνων ηγετών για την ανακατάληψη των εδαφών που χάθηκαν από τη μάχη του Ιερομύακα (Yarmouk) το 636 μ.Χ. στα σημερινά σύνορα Ιορδανίας-
Ιωάννης Τσιμισκής |
Η βασιλεία του Φωκά έληξε άδοξα το 969 μ.Χ. με τον επίσης ξαφνικό και ύποπτο θάνατο του και την ανάδειξη του Ιωάννη Τσιμισκή στον Αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Η πρώτη και κατεπείγουσα εκστρατεία του Τσιμισκή ήταν στη χερσόνησο του Αίμου κατά των Ρως και του μονάρχη τους Σβϋατισλάβου στη περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Μετά τον θάνατο του Φωκά και την εκστρατεία των Ρως, οι Άραβες αναθάρρησαν με πρωτοστάτη τον Δζαφάρ Ιβν Φαλλάχ της Αιγύπτου, και με πανστρατιά εξεστράτευσαν από τη Δαμασκό (στη πλειοψηφία Άραβες από την Αίγυπτο υπό τον στρατηγό Φουτούχ) και πολιόρκησαν την Αντιόχεια επί πέντε μήνες αλλά οι εσωτερικές έριδες εντός του μουσουλμανικού κόσμου ανάγκασαν τον Φαλλάχ να ανακαλέσει τον στρατό του και έτσι "σώθηκε" η υπερπολύτιμη κτήση του Βυζαντίου στη βόρεια Συρία.
Ο Τσιμισκής θορυβημένος από την εκστρατεία αυτή, μη μπορώντας όμως να ασχοληθεί ο ίδιος με τη Συρία λόγω του Ρωσικού κινδύνου από Βορρά, απέστειλε τον το γνωστό στρατηγό το θέματος της Μεσοποταμίας Νικόλαο να συνδράμει τις πόλεις που βρίσκοταν σε κίνδυνο. Οι Ελληνικές στρατιές διέτρεξαν όλη τη νότια Αρμενία, τη Μ.Ανατολή και τη Μεσοποταμία μέχρι τα όρια της Βαγδάτης, βυθίζοντας στο χάος το χαλιφάτος των Αββασιδών. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Άραβα χρονικογράφου Αβελφουδά: "Πάσα η παράλιος Συρία και αι χώραι του Ευφράτου ήσαν εκτεθειμέναι ανυπεράσπιστοι εις τα επιδρομάς των Ελλήνων, ουδενός πλέον υπάρχοντος προς απόκρουσιν αυτών, ουδενός πλέον προστατεύοντος την χώραν, ή ις ήτο γυμνής υπερασπιστών!".
Το 973 μ.Χ. μια νέα εκστρατεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά των μουσουλμάνων έλαβε χώρα υπό τον Αρμένιο στρατηγό Μλεχ. Ο νέος αυτός στρατός εισέβαλλε στη Μεσοποταμία με σφοδρότητα καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Οι πόλεις Νίσιβης, Μαγιαφαρίκη, Έδεσσα, Μαλάτεια ερήμωσαν και ο ο βυζαντινός στρατός πολιορκούσε την Αμίδη. Τότε συνασπίστηκαν όλοι οι Άραβες της περιοχής εναντίων του Μλεχ και τον κατενίκησαν μετά από μία "σκοτεινή" μάχη κάτω από τα τείχη της πόλης. Οι άραβες χρονικογράφοι γράφουν για μια θεομηνία που έπληξε το στρατόπεδο των Βυζαντινών, πηγές που ενώ γενικά θεωρούνται αξιόπιστες, το όλο γεγονός ξενίζει τον αναγνώστη. Ο στρατός του Μλεχ αφανίστηκε, ενώ ο ίδιος ο στρατηγός με αρκετούς ανώτατους αξιωματικούς αιχμαλωτίστηκαν. Ο εμίρης της Αμίδης Αβού Ταγλίπ, αισθανόμενος τον κίνδυνο των αντιποίνων του Τσιμισκή προσπάθησε να μεσολαβήσει υπέρ του Μλεχ αλλά δεν κατάφερε να τον σώσει. Οι βυζαντινοί αξιωματικοί μεταφέρθηκαν στη Βαγδάτη όπου εκτελέστηκαν όλοι. Η ατυχής αυτή εκστρατεία καθώς και η σπαρακτική επιστολή του ίδιου το Μλεχ ήταν η αφορμή των δύο επικών εκστρατιών του Ιωάννη Τσιμισκή στη Μεσοποταμία, τη Συρία και τη Παλαιστίνη.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Μετά την υποταγή και απόσυρση των Ρώσων από τη χερσόνησο του Αίμου, ο Αυτοκράτορας Τσιμισκής ξεκίνησε ακούραστος τις προετοιμασίες για την εκστρατεία στην Ασία. Επικεφαλής του στρατού ξεκίνησε την άνοιξη του 974 μ.Χ. με προορισμό την Αρμενία, το μαλακό υπογάστριο όλων των πολέμων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για τον έλεγχο της Μεσοποταμίας και της Μ.Ανατολής είτε με τους Πέρσες, είτε με τους Άραβες. Η κατάσταση στην Αρμενία ήταν ιδιαίτερα ρευστή και ο Αρμένιος Αυτοκράτορας ήθελε να εξασφαλίσει τα νώτα του από τους ομοεθνείς του βασιλείς της Καυκάσιας χώρας. Το μέγεθος του στρατού αλλά και η φήμη του ως πολεμιστή και άξιου στρατηγούτου εξασφάλισαν τη συμμαχία με τον βασιλιά Ασώδ της Αρμενίας. Μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Τσιμισκής εισέβαλε στη Μεσοποταμία αρκετά ανατολικότερα από τις συνήθεις διαδρομές εισβολής εκατέρωθεν με προφανή σκοπό να εκμηδενίσει τη δύναμη του Χαλιφάτου της Βαγδάτης, που μαζί με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου αποτελούσαν τις δύο μεγάλες δυνάμεις του μουσουλμανικού κόσμου. Ο Αρμένιος ιστορικός του 12ου αιώνα Ματθαίος ο Εδέσσης έγραψε για τη σφοδρότητα της εισβολής :" Ο Τσιμισκής, ο και Κυρ Ιωάννης καλούμενος, επιχείρησε πόλεμον κατά των μουσουλμάνων και διεκρίθη δια περηφανών νικών, πανταχού κατά την διάβασιν αυτού τον θάνατον και τον όλεθρον κατασπείρων, άρδην δε και τριακοσίας πόλεις και φρούρια καταστρέψας αφίκετο μέχρι των συνόρων της Βαγδάτης".
Πράγματι μετά τη πτώση της Αμίδης, η Βαγδάτη συγκλονιζόμενη από τις εσωτερικές έριδες δεν ηδύνατο να αντιπαρατεθεί του αυτοκρατορικού στρατού. Μια απλή προέλαση στη κοιλάδα του Τίγρη ποταμού θα ήταν ικανή να προκαλέσει τη φυγή των αρχόντων της Βαγδάτης και την κατάληψη της πόλης. Τούτο όμως δε κατέστει δυνατόν καθώς ο Τσιμισκής ανέκοψε τη πορεία του στρατού και οπισθοχώρησε, γεγονός που προκαλεί ακόμη και σήμερα τον προβληματισμό σε όλους τους ιστορικούς. Ο Λέων ο διάκονος, ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός που διηγείται την εκστρατεία αυτή ισχυρίζεται πως η έλλειψη τροφών καθώς και η ξηρασία ανάγκασαν τον Αυτοκράτορα να σταματήσει τη προέλαση του νοτιότερα. Ο "Κυρ Ιωάννης" επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη τροπαιούχος. Τα λάφυρα του ήταν πάνω από 300 μυριάδες χρυσά και αργυρά νομίσματα, πλήθος αιχμάλωτοι, πανάκριβα υφάσματα και όπλα. Ο Τσιμισκής επέστρεψε από τη πρώτη του εκστρατεία αφήνοντας τη Μεσοποταμία κυριολεκτικά σε χάος!
Οι Τούρκοι στρατηγοί υποστηριζόμενοι από τους σουνίτες συνεχώς στασίαζαν ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τους σιίτες που λάμβαναν στήριξη από τους Πέρσες. Οι Φατιμίδες της Αιγύπτου κατείχαν όλη τη νότια Συρία. Ο εμφύλιος σουνιτών-σιϊτών έληξε με νίκη των δεύτερων ύστερα από υποστήριξη της Περσίας και θάνατο του Τουρκομάνου στρατηγού Σουβεκτεγκίν.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Την άνοιξη του 975 μ.Χ ο Ιωάννης Τσιμισκής είναι και πάλι επικεφαλής του στρατού για μια νέα εισβολή στη Μέση Ανατολή. Την ηγεσία στη Βαγδάτη την έχει καταλάβει ο ηγέτης των Φαρς (Περσών) Αδχούδ Εδδουαλέχ μετά από πολλές περιπέτειες και εσωτερικές έριδες κυρίως με τους σουνίτες Τούρκους. Το χαλιφάτο δεν ήταν σε θέση ούτε να απειλήσει αλλά ούτε και να προσφέρει πολλά κέρδη στον Αυτοκράτορα που επικεντρώθηκε σε αυτή την εκστρατεία στη Συρία και τη Παλαιστίνη. Η κατάσταση εκεί ήταν διαφορετική. Ένας επίφοβος εχθρός είχε αναδειχθεί, ο ηγέτηςτων Φατιμίδων της Αιγύπτου Μουΐζ ο λεγόμενος Κατακτητής. Είχε οργανωμένο στρατό και πληθώρα πόρων ώστε να πολεμήσει τους Έλληνες που επιζητούσαν ρεβάνς από την εποχή της ήττας στον ποταμό Ιερομύακα. Ο Μουΐζ μετά την επικράτηση του στη χώρα του Νείλου, βλέποντας τη χαώδη κατάσταση στη Βαγδάτη απέστειλε τις στρατιές του να καταλάβουν τη Παλαιστίνη και τη νότια Συρία. Ο αρχιστράτηγος των Φατιμιδών στη Συρία Μαχμούτ Ιμπραχημ εισήλθε στη Δαμασκό μετατρέποντας την βάση των επιχειρήσεων του.
Προφανής σκοπός του "Κυρ Ιωάννη" ήταν η κατάληψη της Ιερουσαλήμ αλλά και η προέλαση μέχρι την Αίγυπτο ώστε να εξουδετερώσει τη δύναμη των Φατιμίδων και να εξασφαλίσει οριστικά και τα νότια σύνορα του. Οι Αββασίδες της Βαγδάτης δεν αποτελούσαν πλέον απειλή...Για την εκστρατεία δεν είχαμε ιστορικές αναφορές μέχρι τη μετάφραση μια επιστολής του ίδιου του Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή προς τον αρμένιο βασιλιά Ασώδ η οποία βρέθηκε το 1821 και μεταφράστηκε απο τον Φ.Μαρτέν και δέχτηκε και δεύτερη μετάφραση το 1852 από τον Δωρυλιέ και έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Θα μεταφέρω την επιστολή αυτούσια από τη μετάφραση καθώς δε μπορώ να εξιστορήσω τα γεγονότα καλύτερα από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα!:
ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ-ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ SCHLUMBERGER ΣΕΛΙΔΕΣ 316-324
Ό βασιλεύς διηυθύνθη τότε προς 'Ιερουσαλήμ καί έγραψε προς τον Άσώδ έπιστολήν περιέχουσαν τάδε :
« Ασώδ, Σαχηνσάχ, πνευματικόν Ήμών τέκνον, άκουσον και γνώθι τά θαυμάσια, άπερ έποίησεν υπέρ 'Ημών ο Θεός, καί τάς θαυμαστάς Ημών νίκας, αίτινες άποδεικνύουσιν ότι άνεξερεΰνητον το βάθος της θείας άγαθότητος. Τά περιφανή εΰμενείας τεκμήρια, άπερ διά μέοου της Βασιλείας 'Ημών εις την κληρονομίαν Ήμών και κατά το έτος τοϋτο έχορήγησεν, επιθυμοΰμεν να γνωστοποιήσωμεν εις την Ένδοξότητά Σου, ώ Άσώδ, υιέ Ημών, και νά σοί άναγγείλωμεν ταύτα, οπως, ώς Χριστιανός καί πιστός της Ημετέρας Βασιλείας φίλος, χαίρων άνυμνής την άφατον μεγαλωσύνην τού Κυρίου ημών Ίησού Χριστού και γνώς ότι μεθ' ημών, των Χριστιανών, αεί ό θεός, ο ευδόκησας δπως ή Ημετέρα Βασιλεία καθυποτάξη πασαν τήν Άνατολήν των Περσών. Έμαθες πώς εκυριεύσαμεν την Νίσιβιν, πόλιν των Μουσουλμάνων, και τά ίερά λείψανα τοΰ αγίου πατριάρχου Ιακώβου έλάβομεν και πώς ήναγκάσαμεν αυτούς ν' άποτίσωσι τον φόρον, όν Ήμϊν ώφειλον, πολλούς αυτών αιχμαλωτίσαντες.
Ή εκστρατεία Ημών σκοπόν είχε καΐ την τιμωρίαν της ΰπερηφανίας και τού θράσους τοΰ Έμιρ άλ Μουμενίν, ηγεμόνος των 'Αφρικανών, των καλουμένων Μαγέρ Άράπ, όστις μετά μεγάλων δυνάμεων καθ' Ημών έχώρησε και έξέθηκε μεν το πρώτον εις κίνδυνον τον στρατόν Ημών, αλλ' έπειτα τη άπροσμαχήτω δυνάμει και τη βοήθεια τού Θεού ένικήσαμεν αυτούς εις έπονείδιστον τραπέντας φυγήν, ώς και οί άλλοι Ημών εχθροί. Τότε το έσωτερικόν της χώρας αυτών καταλαβόντες έν στόματι μαχαίρας τους λάους πλείστων επαρχιών διεπεράσαμεν μετά δέ τούτο ταχέως άναζεύξαντες έν τοις χειμερινούς ημών κατελύσαντες σκηνώμασι.
Κατά δε τάς αρχάς Απριλίου, παρασκευάσαντες άπαν το ίππικον Ημών, έξεστρατεύσαμεν και εισήλθομεν εις την Φοινίκη καϊ τήν Παλαιστίνην, καταδιώκοντες τους εις την χώραν του Σάμ έπιρρεύσαντας θεηλάτους 'Αφρικανούς. Έξήλθομεν της 'Αντιοχείας μεθ' άπαντος του στρατού 'Ημών και ευθύ προχωρούντες διήλθομεν την άλλοτε άνήκουσαν Ήμΐν χώραν, ην και αύθις υπο το κράτος 'Ημών ύπετάξαμεν, μεγάλους έπιβαλόντες φόρους και πολλούς συλλαβόντες αϊχμαλώτους. Άφικομένους δ' εις την πόλιν της Έμέσης οί κάτοικοι της χώρας, οίτινες υποτελείς Ήμϊν έτυγχανον, προσελθέντες ύπεδέξαντο Ήμας μετά τιμών. Εκείθεν ήλθομεν εις Βαλβέκ, τήν και Ήλιούπολιν καλουμένην, πόλιν ενδοξον, μεγαλοπρεπή, αφθόνησαν τροφίμων, εύρεΐαν και ευδαίμονα· τους κατοίκους αύτης μετ’ εχθρικών έξελθόντας διαθέσεων τα Ημετέρα στρατεύματα εις φυγήν έτρεψαν και έν στόματι μαχαίρας διεπέρασαν. Μετά τινας ημέρας πολιορκήσαντε; αυτήν, πλείστους ηχμαλωτισαμεν νεανίσκους και νεάνιδας, οί δε Ημέτεροι μεγάλα ποσά χρυσού και αργύρου ελαβον και άμέτρητον υποζυγίων πλήθος. Εκείθεν έξακολουθήσαντες τήν Ήμετέραν πορείαν διηυθύνθημεν εις τήν μεγάλην πόλιν Δαμασκόν προς έκπολιόρκησιν αύτης· άλλ' ο διοικητής αύτης, συνετώτατος γέρων, άπέστειλεν εις την Ήμετέραν Βασιλείαν πρέσβεις πλούσια κομίζοντας δώρα και εντεταλμένους νά καθικετεύσωσιν Ήμας όπως μη εις δουλείαν περιστήσωμεν μηδ' απαγάγωμεν αυτούς εις αιχμαλωσίαν, ώς τους κατοίκους της Βαλβέκ, μήτε καταστρέψωμεν τήν χώραν, ώς παρ' εκείνοις έπράξαμεν. Και έλθόντες προσήνεγκον ήμϊν εξαίσια δώρα, πλήθος βαρύτιμων ίππων και λαμπρών ήμιόνων μετά πολυτελών φαλάρων χρυσώ και άργύρω κεκοσμημένων. Αι τών 'Αράβων συντάξεις, αίτινες συνεποσοΰντο εις 40,000 ταχεγάν , διενεμήθησαν υφ' 'Ημών εις τους στρατιώτας. Οί κάτοικοι έπέδωκαν Ήμϊν και έγγραφον, δι' οδ ύπισχνοΰντο οτι θά μένωσιν ύπο τήν Ήμετέραν κυριαρχίαν άπο γενεάς εις γενεάν εις τους αιώνας. Διωρίσαμεν εις τήν διοίκησιν της Δαμασκού έξοχον έκ Βαγδάτης άνδρα, Τούρκ καλούμενον, όστις ύπο πεντακοσίων συνοδευόμενος ιππέων ήλθεν εις προσκύνησιν Ημών καϊ ήσπάσθη τήν Χριστιανικήν πίστιν, είχε δέ και πρότερον ήδη αναγνωρίσει το Ήμέτερον κράτος. Ύπεχρεώθησαν δε ενόρκως και νά τελώσιν Ήμΐν διηνεκή φόρον και άνεκραύγασαν: «Δόξα τη Βασιλεία Ημών» ! 'Επί δε τούτοις και νά καταπολεμώσι τους ημετέρους εχθρούς. 'Επί τοϊς δροις τούτοις συνηνέσαμεν ν' άφήσωμεν αυτούς ήσυχους. Εκείθεν διηυθύνθημεν προς την Τιβεριάδα λίμνην, ένθα Ό Κύριος Ημών Ίησούς Χριστός το μετά πέντε άρτων και δύο ιχθύων έτέλεσε θαϋμα, και σκοπόν μεν είχομεν νά πολιορκήσωμεν την πόλιν ταύτην, άλλ' οί κάτοικοι ήλθον την ύποταγήν αυτών δηλούντες και κομίζοντες, ώς οί της Δαμασκού, πολλά δώρα καί ποσόν 30,000 ταχεγάν, μη υπολογιζόμενων των άλλων αντικειμένων, καί έζήτησαν νά διορίσωμεν έπ' αυτών Ημέτε-ρον διοικητήν καί έδωκαν Ήμϊν έγγραφον, δι' ου ύπεχρεούντο νά μένωσι πιστοί καί νά τελώσιν Ήμϊν φόρον εις τους αιώνας. Τότε άφήκαμεν αυτούς ελευθέρους τού ζυγού της δουλείας καί άπέσχομεν του νά καταστρέψωμεν την πόλιν αυτών καί την περίχωρον, άπηλλάξαμεν δ' αυτούς της λεηλασίας, διότι αΰτη ήν πατρίς των αγίων αποστόλων. Ταύτα έπράξαμεν καί εν Ναζαρέτ, ένθα δ αρχάγγελος εύηγγελίσατο την Υπεραγίαν θεοτόκον καί 'Αειπάρθενον Μαρίαν.
Προχωρήσαντες προς το δρος Θαβώρ, άνήλθομεν ένθα μετεμορφώθη Χρίστος ό Θεός ημών. Ένώ δ’ έσταθμευομεν εκεί αφίκοντο προς Ήμας έκ Ράμλης καί έξ 'Ιερουσαλήμ άνδρες ίκετεύοντες την βασιλείαν 'Ημών καί το έλεος Ημών έξαιτούμενοι. Έζήτησαν δε παρ' Ημών διοικητήν, έδήλωσαν ύποτέλειαν καί εστερξαν ν'άποδεχθώσι την Ήμετέραν κυριαρχίαν, έχορηγήσαμεν δ’ αύτοΐς δτι έπεθύμουν. Πόθος Ημών ήτο ν' άπελευθερώσωμεν τον Αγιον Τάφον του Χριστού άπο του ονείδους τών Μουσουλμάνων. Έγκατεστήσαμεν στρατιωτικούς αρχηγούς εις πάντα τά θέματα τά ύποταγέντα υφ'Ήμών καί γενόμενα Ήμϊν υποτελή, εις Βηθσάν, την καί Δεκάπολιν λεγομένην, εις Γενησαρέτ καί εις Ακραν, τήν καί Πτολεμαίδα. Οί κάτοικοι ύπεχρεώθησαν εγγράφως νά τελώσιν Ημΐν ετησίως φόοον εις το διηνεκές και νά διατελώσιν υπό τό κράτος Ημών. Έντεύθεν προήλθομεν προς τήν Καισάρειαν, πόλιν κειμένην επί τών ακτών τού Ώκεανείου Πελάγους ήν έπορθήσαμεν καί αν οί κατάρατοι 'Αφρικανοί, οίτινες εγκατέστησαν έκεΐ την έδραν αυτών, δεν κατέφευγαν εις τά φρούρια της παραλίας, θά έχωρούμεν, τη βοηθεία τού θεού, εις τήν Άγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ καί θά προσηυχόμεθα επί τών σεπτών εκείνων τόπων. Τών έν τοις παραλίοις λαών τραπέντων εις φυγήν, καθυπετάξαμεν το άνω μέρος της χώρας καί φρούραρχον έκεΐ έγκατεστήσαμεν, προσειλκόμεθα τους κατοίκους, τους δ'άνθισταμένους ήναγκάζομεν νά παραδοθώσι. ΙΙαρηκολουθήσαμεν τήν διά της παραλίας οδόν, ήτις άγει ευθύ εϊς Βηρυτόν, διάσημον και περιώνυμον πόλιν, προστατευομένην ύπόο έρυμνών τειχών, φέρουσαν δε νύν το όνομα Μπερούτ, έκυριεύσαμεν δ' αυτήν μετά σφοδορότατον αγώνα. ηχμαλωτίσαμεν χιλίους αφρικανούς, έν οΐς τον στρατηγόν τού Έμίρ άλ Μουμενίν Νουσεϊρύ καί άλλους ανωτάτους αξιωματικούς, διεπιστεύθημεν δε τήν πόλιν ταύτην εις άρχηγόν της Ημετέρας εκλογής. Είτα άπεφασίσαμεν νά επελάσωμεν κατά της Σιδώνο, άλλ' οί κάτοικοι, άμα τούτο μαθόντες, απέστειλαν προς Ήμας τους πρεσβυτέρους αυτών, οίτινες έλθόντες καθικέτευον τήν Βασιλείαν Ημών ζητούντες ν' άποβώσιν υποτελείς καί ταπεινότατοι Ημών δούλοι εις τους αιώνας. επί δε ταΐς διαβεβαιώσεσι ταύταις συνηνέσαμεν νά είσακούσωμεν τήν παράκλησιν αυτών καί νά έκτελέσωμεν τήν έπιθυμίαν αυτών, άπητήσαμεν δέ παρ' αυτών φόρον καί έπεβάλομεν αύτοΐς αρχηγούς της εκλογής Ημών.
Την πορείαν Ημών έπαναλαβόντες έχωρήσαμεν προς τήν Βύβλον, άρχαΐον και όχυρώτατον φρούριον, δπερ εζ εφόδου έκυριεΎσαμεν ύπαγαγόντες εις δουλείαν την φρουράν αυτού. Προηλάσαμεν ούτως επί πάσας τάς έν τη παραλία πόλεις, λεηλατούντες αύτάς και εις αίχμαλωσίαν τους κατοίκους άπάγοντες. Ήναγκάσθημεν να διέλθωμεν στενωτάτας οδούς, δι' ων ουδέποτε είχε διέλθει το ίππικόν, όδοΰς φρικαλέας και λίαν δύσβατους. Απηντήσαμεν πολυάνθρωπους και εύδαίμονας πόλεις και φρούρια υπό έρυμνών τειχών και αραβικών φρουρών προστατευόμενα, πάντα δε ταύτα έκπολιορκήσαντες άρδην κατεστρέψαμεν και τους κατοίκους αυτών εις αίχμαλωσίαν άπηγάγομεν. Πριν ή καταφθάσωμεν προ της Τριπόλεως άπεστείλαμεν το ίππικόν των θαματοί (θεμάτων) και των Δασχαμαδζί (;) εις τήν πάροδον Καρερές , διότι εμάθομεν δτι οί θεόλεστοι 'Αφρικανοί είχον καταλάβει θέσιν έν τη στενοπορεία ταύτη. συνεστήσαμεν εις τα στρατεύματα Ημών να ένεδρεύσωσι και παρεσκευάσαμεν αύτοΐς θανατηφόρον παγίδα. Αί διαταγαί Ημών έξετελέσθησαν. Δισχίλιοι των 'Αφρικανών τούτων άποκαλυφθέντες ώρμησαν κατά των ημετέρων, οίτινες πολλούς αυτών άπέκτειναν και πλείστους ήχμαλώτισαν, οΰς προσήγαγον ενώπιον της Βασιλείας 'Ημών. Έξεδηώσαμεν πασαν την έπαρχίαν Τριπόλεως, ριζηδόν τους άμ.πελώνας, ελαιώνας και κήπους καταστρέψαντες, και πανταχού τον δλεθρον και την έρήμωσιν έσπείραμεν. Οί έκεϊ φρουρούντες 'Αφρικανοί ετόλμησαν νά προελάσωσι καθ' ημών, άλλ’ άμα έφορμήσαντας έξωλοθρεύσαμεν αυτούς μέχρις ενός. Έκυριεύσαμεν την μεγάλην πόλιν Δζουέλ , την και Γαβαών καλουμένην, τάς Βαλαναίας, την Σεχούν και την περίφημον Βουρζώ, και μέχρι Ράμλης και Καισαρείας οΰτε ξηρά έμεινεν ούτε θάλασσα μή καθυζοταγείσα ΰφ' Ημών τη δυνάμει του Ανάρχου θεού.
Αί κατακτήσεις Ημών έξετάθησαν μέχρι της μεγάλης Βαβυλώνος , και ύπηγορεύσαμεν νόμους εις τους κατοίκους και αιχμαλώτους αύτους κατεστήσαμεν. διότι επί πεντάμηνον μετά πολλών δυνάμεων την χωράν διεδράμομεν, καταστρέφοντες τάς πόλεις και έρημούντες τους αγρούς, τού Έμϊρ Άλ Μουμενίν μη τολμήσαντος νά έξέλθη εναντίον ημών, μήτε ν'άποστείλη ίππικον προς βοήθειαν τών στρατευμάτων αύτού. άνευ δε τού ύπερβολικού καύσωνος και τών ανύδρων εις τα περί την πόλιν ταύ-την οδών, ως ή Ένδοξότης σου γινώσκει, ή Βασιλεία Ημών θά κατέφθανεν εις αυτήν, διότι κατεδιώξαμεν τον ηγεμόνα τοΰτον μέχρις Αιγύπτου και κατετροπώσαμεν αυτόν, χάρι.τι τού Υψίστου, παρ' ού το στέμμα Ημών έχομεν.
Και νύν πασά ή Φοινίκη, ή Παλαιστίνη και ή Συρία, άπηλλαγμέναι της τυραννίας τών Μουσουλμάνων, ύπακούουσιν ε!ς τους Ρωμαίους. άλλα και το μέγα όρός του Λιβάνου ανεγνώρισε τους 'Ημετέρους νόμους, πάντες δ' οί κατοικούντες έν αυτώ Αραβες παμπληθείαιχμάλωτοι εις χείρας ημών έπεσαν, και δενείμαμεν αυτούς είς ημετέρους ιππείς. Έκυβερνήσαμεν την Άσσυρίαν μετά πραότητος, φλανθρωπίας και επιεικείας.άπεσύραμεν δ' έκ ταύτης περί τους είκοσακισχιλίους, οΰς έγκατεστήσαμεν έν Γαβαών. Γνώθι δτι δ θεός έχορήγησε τοις Χριστιανοίς νίκας ας ούδείς ούδέποτε ήρατο. Εΰρομεν έν Γαβαών τά άγια σανδάλια τού Χριστού, άπερ έφόρει δτε έπεφάνη έπί γης, και την Ίεράν Εΐκόνα, ήτις έν τη ακολουθία των καιρών έκεντήθη ύπο των Ιουδαίων, και ευθέως άπέρρευσεν εξ αυτής αίμα και ΰδωρ. άλλά δεν εύρομεν έν αύτη τον τύπον της λόγχης. Εΰρομεν επίσης έν τη πόλει ταύτη και την πολύτιμον κόμην τού αγίου ενδόξου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Τά άγια δε ταύτα παραλαβόντες λείψανα άπεκομίσαμεν προς φύλαξιν έν τη Θεοφυλάκτω Ημών πόλει. Κατά δε μήνα Σεπτέμβριον ώδηγήσαμεν εις Άντιόχειαν τον τη παντοδυνάμω τού Υψίστου προστασία περισωθέντα στρατόν Ημών. Άνεκοινώσαμεν τά γεγονότα ταύτα εις τήν Ένδοξότητά Σου, όπως άναγινώσκων την άφήγησιν ταύτην θαυμάζης και δοξολογής την άμετρον του Θεού αγαθότητα και γνώς ποία και πόσα έπετελέσθησαν ανδραγαθήματα έπ' εσχάτων τών ήμερων τούτων. Το κράτος τού Τιμίου και Ζωωποιού Σταυρού πανταχοθεν και μέχρι περάτων της γης έξετάθη· πανταχού τών χωρών τούτων το όνομα τού Θεού υμνείται και δοξάζεται, πανταχού μετά δόξης και μεγαλωσύνης το κράτος Μου δεσπόζει. Διό και το στόμα 'Ημών ού παύεται άναπέμπον αΐνον τω θεώ, τώ χορηγήσαντι Ημϊν τους λαμπρούς τούτους θριάμβους. Εύλογητός εις τους αιώνας ό Κύριος, ό Θεός τού Ισραήλ».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η τρίτη εκστρατεία του Ιωάννη Τσιμισκή όμως στην Ασία δεν έγινε ποτέ καθώς ο Αυτοκράτορας δολοφονήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 976 μ.Χ. γεγονός που πρέπει να προξένησε μεγάλη ανακούφιση στους ηγέτες τόσο των Φατιμιδών, όσο και στους Χαλίφηδες της Βαγδάτης και τους ηγέτες των Φαρς. Με τον θάνατο του χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελληνοκεντρική αυτοκρατορία να θέσει τα θεμέλια μιας reconquista στην Ανατολή που θα είχε άμεσο αντίκτυπο στη μετέπειτα Ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Ελληνισμός, τα γράμματα και ο Χριστιανισμός θα είχαν ακόμη μία αναλαμπή στη πολύπαθη Μ.Ανατολή χωρίς να είναι βέβαιο πως οι Άραβες θα μπορούσαν να επανέλθουν ως επικρατούσα δύναμη στη περιοχή.
ΥΓ: Η επιστολή του Τσιμισκή είναι από το αρχείο του κ. Γιώργου Μαυράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου