Το λεγόμενο «Διάταγμα του Μεδιολάνου» όπως είναι γνωστό υπήρξε μία συμφωνία που έκαναν το 313 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσεως Κωνσταντίνος με τον έχοντα αντίστοιχο αξίωμα στην Ανατολή Λικίνιο στο σημερινό Μιλάνο. Τα σχολικά εγχειρίδια λένε ότι αυτό συνέβη αρχάς Φεβρουαρίου, όπως ακριβώς παραδέχονται διεθνώς οι περισσότεροι ιστορικοί. Τη σχετική πληροφορία, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, παρέχει ένας ελληνόφωνος κτηνίατρος (!) συγγραφέας, ο Θεόμνηστος, ο οποίος στα Ιππιατρικά του Βερολίνου (Hippiatrica Berolinensia 34.12) θέλοντας να δείξει πως ένα ιππικό ενίοτε έφτανε στα όρια της αντοχής του αναφέρει ένα ταξίδι – αστραπή καταμεσής του χειμώνα που έκανε ο αυτοκράτορας (Λικίνιος): «ἀθρόως οὖν ἠπείχθη διά γάμον και ἀπὸ τῆς Κάρνου κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Φεβρουαρίου μηνὸς ὥδευε τεταμένως εἰς τὴν Ἰταλίαν ὡς δύο καὶ τρεῖς μονὰς μίαν ποιῆσαι» (= κινήθηκε βιαστικά και οδικώς από την πόλη Κάρνο για την Ιταλία στις αρχές του Φεβρουαρίου μηνός τόσο γρήγορα ώστε να κάνει με μία τις τρείς διαμονές).
Ο Λικίνιος ενήργησε αυτό το επικίνδυνο λόγω του υπάρχοντος χιονιά ταξίδι από το Κάρνον (λατ. Carnuntum, Αυστρία) για το Μεδιόλανο/Mediolanum (το Μιλάνο) στο ένα τρίτο του απαιτούμενου χρόνου, για δύο λόγους:
Κατ’αρχήν επρόκειτο να νυμφευθεί την αδελφή του Κωνσταντίνου Flavia Julia Constantia. Όμως όπως βρισκόταν γύρω στα πενήντα ετών, ήταν αναγκαίο να κάνει μία τέτοια τρελή πορεία ένας ώριμος άνδρας; Όχι βέβαια γιατί επειγόταν να συναντήσει τη νύφη, η οποία παρά λίγο θα τον έχανε, αλλά γιατί μαζί με τον γάμο, θα έκανε με τον γυναικάδελφό του μία συμφωνία μεγίστης σημασίας για την εποχή τους και τον κόσμο τους όπως και για τις επόμενες γενιές: την επιβολή στο Ρωμαϊκό κράτος για πρώτη φορά της ανεξιθρησκίας. Στην πράξη αυτό σήμαινε την τυπική λήξη των διωγμών κατά των Χριστιανών που είχαν αρχίσει ακριβώς πριν από δέκα χρόνια (303) και την αναγνώριση του Χριστιανισμού, ως ισότιμου με τις άλλες θρησκείες. Συγκεκριμένα το κείμενο που το κατέγραψε ο Λακτάντιος (De mortibus persecutorum, 48. ελεύθερο στο Youtube, λατινικό πρωτότυπο ή αγγλική μετάφραση) έλεγε:
«Όταν εμείς, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, αυτοκράτορες συναντηθήκαμε στο Μεδιόλανο για το καλό και την ασφάλεια της (Ρωμαϊκής) Κοινοπολιτείας, φάνηκε σε μας ότι, ανάμεσα σε αυτά τα πράγματα που είναι γενικώς ευεργετικά στον άνθρωπο, ο οφειλόμενος σεβασμός στη Θεότητα (Divinitas) πρέπει να τύχει ιδιαίτερα της προσοχής μας και ότι το καλύτερο θα ήταν οι Χριστιανοί και όλοι οι άλλοι να μπορούσαν να έχουν την ελευθερία (Libertas, πολιτικό δικαίωμα) να ακολουθούν αυτόν τον τρόπο της θρησκείας που φαίνεται σε αυτούς ο άριστος …». Ως έχοντες το αξίωμα του ποντίφηκα, δηλαδή ανώτατοι ιερείς του Κράτους που ήταν, ερμήνευαν το θέλημα του Θεού να επιβληθεί η ανεξιθρησκία!
Μερικές ενδείξεις οδηγούν στο να διατυπωθεί η πρόταση ότι η συμφωνία έγινε επίσημα στις 5 Φεβρουαρίου, την ημέρα της γιορτής της Concordia (Ομόνοιας), μιας θεοποιημένης ρωμαϊκής (πολιτικής και οικογενειακής) αξίας (όπως και τόσες άλλες, π.χ. η Spes/ελπίδα, η Honos/τιμή, η Fides/πίστη, κτλ). Αν θεωρούμε σημαντική αυτή τη λεπτομέρεια, είναι γιατί δίνει ιδιαίτερο νόημα στην προσπάθεια που έγινε.
Το γιατί πρέπει να διάλεξαν την 5η Φεβρουαρίου είναι διάφοροι λόγοι. Η θεότητα της ομόνοιας ετιμάτο πάντοτε στη Ρώμη, από τον 3ο αι. π.Χ., ειδικά μετά από περιόδους πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων. Αν οι Ρωμαίοι, έτσι όπως επεκτάθηκαν στον κόσμο, δεν ένιωθαν μέσα στις διαφορές τους ενωμένοι, δεν θα πετύχαιναν τίποτα. Η Concordia, της οποίας τεράστιος ναός υπήρχε στο κέντρο της ρωμαϊκής Αγοράς, ήταν η πεμπτουσία ενός πολιτικού ενστίκτου επιβίωσης και επιβολής που τους κατείχε για αιώνες. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες τελούσαν τέτοια σημαντικά γεγονότα (όπως εδώ που για πρώτη φορά ίσχυε ανεξιθρησκία στο κράτος) σε ιερές και σημαδιακές ημέρες για να δίνουν ένα περαιτέρω νόημα στις πράξεις τους. Η ημέρα εξάλλου ήταν ένα είδος αγροτικής-εργατικής πρωτοχρονιάς των Ρωμαίων, όταν άρχιζαν το ξεκαθάρισμα των αγρών (ανάλογη προς την αντίστοιχη νεοελληνική γιορτή του Αγίου Τρύφωνος, 1η Φεβ). Έτσι η γιορτή της Concordia σήμαινε ότι άρχιζε μία νέα περίοδος με ξεκαθάρισμα παλαιών εμμονών και ηθικής ανομίας, διαίρεσης. Αν και ήταν θεοποιημένη Αρετή δεν είχε καμία σχέση με όλες τις άλλες μαγικοθρησκευτικές γιορτές στην περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, θεοτήτων, τις οποίες ήδη ο Κωνσταντίνος αποστρεφόταν μη τελώντας θυσίες προς τιμήν τους. όπως στον Δία / Jupiter και κυρίως στη Victoria / Νίκη, την πεμπτουσία της συνεχώς επεκτατικής αυτοκρατορικής ιδεολογίας.
Αυτή η τάση για διαρκή νίκη εναντίον όσων αντιστρατεύονταν τη Ρώμη έφερε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών που είχαν αρχίσει επίσημα πριν από 250 χρόνια επί Νέρωνα (64 μ.Χ.). εφαρμόσθηκαν πλείστες φορές από την κεντρική ή και την περιφερειακή εξουσία, όμως τόσο μαζικά και σε μεγάλη ένταση μόνο από το 303 κ.ε. Ο λόγος ήταν ότι οι Χριστιανοί έκαναν το έγκλημα να μην εμπιστεύονται την Τύχη του αυτοκράτορα. Ουσιαστικά όμως έτσι ανέτρεπαν το υπάρχον πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό σύστημα που είχε στην κορυφή τον αυτοκράτορα της Ρώμης, ως επικεφαλής ενός είδους πανθεϊσμού που εξασφάλιζε ειρήνη, ευημερία και ασφάλεια στους πολίτες. Έτσι νόμιζαν.
Για ένα φιλόδοξο και μεγαλεπίβολο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα το οποίο στηριζόταν στη φορολογία ήταν θέμα γοήτρου να μεταδίδει το αίσθημα της επιβολής και δύναμης. Όμως ποια δύναμη ή μάλλον ποια Τύχη είχε το Ρωμαϊκό κράτος τον 2ο-3ο αιώνα, όταν έχανε από επιδημίες τους μισούς κατοίκους του, ή από παντού τα σύνορα έμπαζαν βαρβάρους και καταστροφή ;
Το κράτος δεν πήγαινε καλά και έπρεπε να πληρώσουν οι φταίχτες. Η τάση εξορκισμού των κακών πάνω σε θύματα, μετά τα κακόμοιρα ζώα, άγγιξε και ανθρώπους. εκτός από ασεβείς και κακοποιούς, τώρα και όσους δεν δέχονταν το σύστημα της ρωμαϊκής Τύχης. Έτσι είχαν αποφανθεί οι μάντεις του Απόλλωνα όπου κατέφυγε ο πρώτος τη τάξει αυτοκράτορας Διοκλητιανός με καταγωγή από τη σημερινή Κροατία (Σπαλάτο/Σπλιτ ). Ήταν οργανωτικός ηγέτης, αλλά όπως δείχνει το πορτρέτο του, παγερός και στεγνός άνθρωπος. Δυστυχώς αποδείχθηκε αυτό που θα λέγαμε σήμερα παρμένος (επηρμένος), χωρίς αίσθηση μέτρου, πιστεύοντας ότι αποτελούσε ενσάρκωση του Δία! (Στην πράξη αυτό σήμαινε απλά ότι είχε ικανότητα να κυβερνά). Φυσικά τα έκανε θάλασσα και κατέληξε στην παράνοια, νιώθοντας υπερήφανος στα γεράματα του, αφού παραιτήθηκε μετά από τόσο κακό που προκάλεσε, να καλλιεργεί λάχανα! Είχε κάνει δεξί του χέρι και γαμπρό στην κόρη του έναν άλλο Βαλκάνιο, τον Γαλέριο που τον έφερε στον κόσμο μία ιέρεια θεών, η Romula, σε ένα χωριό βουκόλων της Σερβίας (Romuliana / σημ. Gamzigrad), έχοντας προσόν βέβαια τα πολεμικά. Εθεωρείτο νέος Ρωμύλος, με προστάτες θεούς τον Δία και τον Άρη, ενώ μετά που νίκησε τους Πέρσες (296-298), πίστευε ότι ήταν νέος Αλέξανδρος / Διόνυσος. Άλλη προπαγάνδα τον έκανε γιο ενός βαλκάνιου θεού, του ‘Δράκοντα’! Από τις θυσίες της μητέρας του και τα βόδια που έβοσκε τρώγοντας καλά έγινε μεν εύσωμος και τολμηρός, στην ουσία όμως όπως ήταν άξεστος και αμόρφωτος, γινόταν ένα εξουσιαστικό τέρας που αντί να εμπνέει σεβασμό, όλοι, ακόμη και οι συνεργάτες του, τον έτρεμαν. Πεθερός και γαμπρός έβρισκαν ως λύση στα χρόνια και άλυτα προβλήματα του κράτους να επιβάλουν το περσικό σύστημα διακυβέρνησης: την απόλυτη μοναρχία, την κατάργηση της Συγκλήτου και ουσιαστικά των δικαστηρίων, την προσκύνηση από τους πολίτες, κάνοντας απρόσιτη την εξουσία, ένα πραγματικά απόλυτο κράτος (dominatus), καταργώντας το δημοκρατικό Imperium του Αυγούστου. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι είχαν και οι δύο καλές προθέσεις, αλλά ο συνδυσμός των δύο, με το επηρμένο μυαλό ο ένας και το ταυριάτικο κεφάλι ο άλλος, έφερνε πανικό! Τους διωγμούς φυσικά μαζί τούς μαγείρευαν, επιδιώκοντας την όπως λέγει ο Λακτάντιος «τελική λύση» στο χρόνιο χριστιανικό ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ημέρα που διάλεξαν για την αναγγελία της απαγορεύσεως του χριστιανισμού ήταν η 23 Φεβρουαρίου (303), γιορτή του ανυποχώρητου θεού των συνόρων Terminus, που συμβολιζόταν με την πέτρα. (Επικοινωνιακά έδειχνε ως ένα ρόπαλο στα κεφάλια των αντιπάλων!). Αυτό όμως η μοίρα το έφερε κατά πάνω τους, αφού μόλις λίγα χρόνια μετά ο Λικίνιος εξαφάνισε τη γενιά τους. Ο Λακτάντιος είδε την τραγική ‘τύχη’ που είχαν όλοι αυτοί οι παλαιο-πολιτικοί που ρύθμιζαν με τη μαγεία και συνάμα τη βαρβαρότητα την τύχη των πολιτών συγγράφοντας το αξιόλογο σύγγραμμα με τον αυστηρό τίτλο «De mortibus persecutorum», «Περί του θανάτου των διωκτών».
Απέναντι στα προβλήματα που ταλάνιζαν το κράτος και που οι ‘απόλυτοι’ – απολυταρχικοί προκάτοχοί του τα έκαναν χειρότερα ο Κωνσταντίνος υπήρξε άλλος διαχειριστής. Φύσει αθλητικός, καλόκαρδος και καλλιεργημένος άνθρωπος είχε λάβει προσεκτική παιδεία από τον επίσης έντιμο πατέρα του (όπως και άριστο ανώτατο αξιωματικό και μετά καίσαρα ή αύγουστο), τον Κωνστάντιο Α΄ και τη χαμηλών τόνων χριστιανή μητέρα του, την Ελένη, που είχε λαϊκή καταγωγή. Υπήρξε πολύ αγαπητός στον στρατό, επειδή συνδύαζε τα ιδανικά του μορφωμένου Ρωμαίου πολιτικού και του ικανού και άφοβου στρατιωτικού. Από τις πηγές φαίνεται ότι όσο περνούσαν τα χρόνια του τόσο πιο σεβαστό πρόσωπο φαινόταν και οι συνεργάτες του πάνω από όλα τον αγαπούσαν. Την αναμόρφωση του κλυδωνιζόμενου κράτους διείδε μέσα από τις αρχές της ελληνορωμαϊκής δημοκρατίας και παιδείας και όχι με την τρομοκρατία των συνειδήσεων.
Το 313, πιθανόν στις 5 Φεβρουαρίου, στο Μεδιόλανο, ο Κωνσταντίνος μαζί με τον νέο γαμπρό του Λικίνιο εκτός από την οικογενειακή τους υπόθεση, συμφώνησαν να απαλλάξουν για πάντα από το κράτος το μίασμα των διωγμών, να ενώσουν τον λαό και τον στρατό. Είχαν πολύ δρόμο να κάνουν, ειδικά ο Κωνσταντίνος που θα είχε άλλα 25 χρόνια εξουσίας. να ολοκληρώσουν τους τρεις στόχους του Διοκλητιανού, τη διοικητική αναμόρφωση, τη νομοθετική μεταρρύθμιση προς πλέον άρτιες και ηθικές αρχές και τη στρατιωτική αναδιοργάνωση για αντιμετώπιση των εισβολέων.
Πεθαίνοντας το 337 ο πρώτος Ρωμαίος Χριστιανός ηγέτης είχε φέρει το κράτος να έχει απόδοση ανώτερη από αυτή της εποχής του Αυγούστου. Είχε την τέχνη να συντονίζει τους πολίτες στο πρακτέον κι όχι να τους επιβάλλεται με τον φόβο στην καρδιά. Το ρωμαϊκό νομικό σύστημα βέβαια το τηρούσε ακέραιο ο ίδιος ακόμη και πάνω στην οικογένειά του.
Η ρωμαϊκή Concordia θα λέγαμε υπήρξε η κατευθυντήρια αρχή της ζωής του. Συνέπεσε (;) η αναγόρευσή του να γίνει στις 25 Ιουλίου (306), ημέρα μιας από τις γιορτές που υπήρχαν για την Αρετή αυτή. Από κει και πέρα πέρασε στο να βλέπει με ενδιαφέρον τον Χριστιανισμό για το ανώτερο σύστημα Ηθικής και καλής πίστεως που επέβαλε ως υλική-πνευματική στάση ζωής και που δεν τη διασπούσε η πολυμέρεια και κατανάλωση των αναχρονιστικών τοπικών παγανιστικών τελετών και θυσιών. Ήθελε το ρωμαϊκό κράτος να ενωθεί και να είναι σαν μια καρδιά. Ήδη με το ‘διάταγμα του Μεδιολάνου’ και εξής το επίσημο κράτος θα τιμούσε τον Υπέρτατο θεό (Summus Deus) ή τη Θεότητα (Summa Divinitas). Η πολυθεΐα είχε ήδη ξεπέσει στην ανώτερη και πιο μορφωμένη ελληνορωμαϊκή κοινωνία. Ο Κωνσταντίνος ήταν ανώτατος ιερέας, ποντίφηκας, αυτός που έφερνε την καταλλαγή όλων των πολιτών με τον Θεό. Είχε υποχρέωση και δικαίωμα με βάση τον νόμο να ανανεώσει τη θρησκεία στο Οικουμενικό κράτος της Ρώμης, μεταθέτοντας κάθε τοπική θρησκευτική τελετή και ιδιαιτερότητα στον χώρο των συμβόλων. ομοίως και τα αγάλματα των θεών που τα θεωρούσε απλά έργα τέχνης (με τα οποία στόλισε την Κωνσταντινούπολη) και φυσικά δεν είχε καμία σχέση με όσους από φανατισμό και όχι από πραγματικό ένθεο ζήλο τα κατέστρεφαν, ενώ άλλοι τα έλιωναν για το μέταλλό τους. Την πίστη στον παγανισμό την σεβόταν ως ένα σημείο, αφού ήδη οι Χριστιανοί συγγραφείς όπως ο Ιουστίνος, μιλούσαν για τον «σπερματικό Λόγο», την ένθεη φωνή της συνειδήσεως όλων των ανθρώπων, ακόμη και όσων έζησαν προ Χριστού. Αυτή η περιθωριοποίηση αλλά όχι ισοπέδωση της παγανιστικής-θεϊστικής σκέψεως είχε σκοπό να ανανεώσει τη θρησκεία. Συν τω χρόνω τον παλαιό τρόπο θρησκευτικής αντίληψης αντικατέστησε με κάτι νέο και τέλειο, τον θείο Λόγο. Τις ιδέες αυτές υπεστήριξε στην ομιλία που εκφώνησε «προς τον Σύλλογο των αγίων πατέρων» στη Θεσσαλονίκη ή τη Σαρδική (Σόφια) μία Μεγάλη Παρασκευή προς το 324.
Υποστηρίζεται ότι το «διάταγμα του Μεδιολάνου» υπήρξε η αρχή της ελεύθερης Χριστιανικής Εκκλησίας, θεμέλιο του πολιτισμού μας. Τώρα, υπολογίζοντας τη μισή πληροφορία του Θεομνήστου, την πολιτική κουλτούρα των Ρωμαίων και την πρακτική του Κωνσταντίνου, βλέπουμε ότι αυτή κατά πάσα πιθανότητα τέθηκε υπό την αιγίδα της Concordia που δεν συμβιβαζόταν με διώξεις και έφερνε την ενότητα, εδώ μέσω της Ανεξιθρησκίας. Μπορούμε να δούμε τη διαφορά αντιλήψεως με τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι έκαναν το αντίθετο, απειλώντας με θάνατο τους πολυθεϊστές αν δεν ασπάζονταν τη θρησκεία τού ενός Θεού τού Ισλάμ. Ο Κωνσταντίνος δεν πίεζε τους παγανιστές να έλθουν στον Χριστιανισμό, αλλά τους έδινε να καταλάβουν ότι στο Κράτος ταίριαζε μια ενιαία και ενοποιητική θρησκευτική πίστη, επειδή συντόνιζε τους ανθρώπους, αξιοποιούσε τον καλό, αλληλέγγυο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα τους.
Στη δύσκολη και αδιέξοδη περίοδο που έζησε ο Κωνσταντίνος αποδείχθηκε όντως ένας από τους πιο μεγάλους της ιστορίας με το που δημιούργησε μία νέα εποχή για τον ευρωπαϊκό κόσμο στηριγμένο στην ανοχή, την κατάργηση των θρησκευτικών διακρίσεων, την ελευθερία της συνειδήσεως. Άσχετα αν μετά αυτές οι αρχές εφαρμόσθηκαν ακριβώς ή όχι πέρασαν στην ευρωπαϊκή σκέψη και πρακτική.
Πολλοί δεν ικανοποιούνται από τη μορφή που πήρε η θρησκευτική ζωή στη συνέχεια. Να σκεφθούν όμως που θα οδηγείτο ο κόσμος αν είχε ολοκληρωθεί το πρόγραμμα του Διοκλητιανού και του Γαλερίου. Μα οι ίδιοι μόνοι τους είδαν το αδιέξοδο και ο μεν πρώτος παραιτήθηκε, ο δε δεύτερος λιώνοντας από φρικτή ασθένεια κατάργησε τους διωγμούς επίσημα λίγο πριν πεθάνει.
Tελικά το “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, η αρχή της επίσημης Εκκλησίας, υπήρξε κάτι πολύ απλό, προϊόν επεξεργασίας ενός ανθρώπου και ενός λαού που ήξερε να αξιοποιεί τον κοινό νου. ο οποίος νους στηρίζεται στο άνοιγμα της καρδιάς, το πιο φυσικό πράγμα της ζωής. Γι’αυτό και στα ελληνικά η Concordia αποδίδεται ως Ομόνοια. Ίσως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που για μια τέτοια απλή κίνηση δεν σώθηκε η μνήμη της ημερομηνίας της.
1. Μία διαπραγμάτευση του θέματος μπορεί να δει ο αναγνώστης στο δημοσιευμένο άρθρο Στ. Γουλούλης, Υπήρξε η εορτή της Concordia (5 Φεβ.), ημέρα της εκδόσεως του διατάγματος του Μεδιολάνου ; (Διπλωματικές πρακτικές μιας πολιτικής – θρησκευτικής παράδοσης), Θεολογία, 83.3 (2012), 321-353.
* Ο κ. Σταύρος Γουλούλης είναι Φιλόλογος, Δρ. Βυζαντινής Τέχνης